ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΚΡΟΥΣΤΑΛΑΚΗΣ (2002-2003) *
Γεννήθηκε στη Θήβα. Τον Οκτώβριο του 1954 εγγράφηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών από την οποίααποφοίτησε τον Δεκέμβριο του 1958. Τον Δεκέμβριο του 1961 διορίσθηκε δικηγόρος στο Πρωτοδικείο Θηβών. Μετά από διαγωνισμό, στον οποίο πέτυχε πρώτος, διορίσθηκε, κατά μήνα Ιούνιο 1962, Πάρεδρος στο Πρωτοδικείο Αθηνών. Κατά μήνα Μάιο 1965 προήχθη σε πρωτόδικη και τοποθετήθηκε στο Πρωτοδικείο Πατρών. Μετατέθηκε στο Πρωτοδικείο Αθηνών στο οποίο υπηρέτησε μέχρι της προαγωγής του, κατά μήνα Μάρτιο 1976, σε Πρόεδρο Πρωτοδικών Παρνασσίδος. Κατά μήνα Ιανουάριο 1978 μετατέθηκε στο Πρωτοδικείο Αθηνών στο οποίο υπηρέτησε μέχρι της προαγωγής του σε Εφέτη κατά μήνα Μάιο 1979.
Κατά μήνα Νοέμβριο 1988 η ολομέλεια του Εφετείου Αθηνών τον όρισε (ειδικό) εφέτη-ανακριτή στην υπόθεση του «σκανδάλου Κοσκωτά» και διεξήγαγε τις ανακρίσεις για τις αποδοθείσες στους διοικητές των ΔΕΚΟ αξιόποινες πράξεις. Από την πολιτική παράταξη του ΠΑ.ΣΟ.Κ., στελέχη της οποίας είχαν διωχθεί ποινικώς, αμφισβητήθηκε η αμεροληψία και αντικειμενικότητα του ανακριτικού του έργου και αποδόθηκαν πολιτικά κίνητρα στις ανακριτικές του ενέργειες. 0 ίδιος όμως, σε συνέντευξή του[1], έχει δηλώσει ότι στην υπόθεση Κοσκωτά «… μπορεί να έσφαλα ως προς την προφυλάκιση ορισμένων κατηγορουμένων διοικητών ΔΕΚΟ, αλλά δεν κινήθηκα από πολιτικά κριτήρια, πολιτικές επιδράσεις και από πρόθεση…».
Προήχθη σε πρόεδρο εφετών το 1990, σε αρεοπαγίτη το 1992, σε αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου τον Ιούλιο 1998 και σε εισαγγελέα του Αρείου Πάγου τον Ιούλιο του 2002. Κατά μήνα Ιανουάριο του 2000 διορίσθηκε Γενικός Διευθυντής στην Εθνική Σχολή Δικαστών και άσκησε τα καθήκοντά του, παράλληλα προς τα κύρια καθήκοντα του ως μέλους του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Αποχώρησε από την ενεργό υπηρεσία, λόγω συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας, στο τέλος Ιουνίου του 2003.
Κατά τη διάρκεια της θητείας του στο δικαστικό σώμα: έλαβε εκπαιδευτική άδεια και παρακολούθησε, κατά το έτος 1977, μαθήματα Ευρωπαϊκού Κοινοτικού Δικαίου και Ευρωπαϊκού Δικαίου προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών και στο Καθολικό Πανεπιστήμιο της Λουβαίν. Διετέλεσε ειδικός σύμβουλος των Υπουργείων Συντονισμού και Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κατά τα έτη 1978-1980, με καθήκοντα επίβλεψης, μαζί με άλλους δικαστές, της μεταφοράς στην ελληνική γλώσσα του παραγώγου κοινοτικού δικαίου. Ορίσθηκε μέλος πολλών επιτροπών και ομάδων εργασίας, όπως της ομάδας για τη μεταγλώττιση στη δημοτική του γενικού μέρους του ενοχικού δικαίου του ΑΚ, της επιτροπής του σχεδίου νέου Εμπορικού Κώδικα, της επιτροπής του νόμου περί πνευματικής ιδιοκτησίας, της επιτροπής του σχεδίου νόμου για τα προσόντα και την υπηρεσιακή κατάσταση των δικαστικών λειτουργών, της Αναθεωρητικής Επιτροπής του σχεδίου νόμου για την επιθεώρηση των δικαστηρίων και των δικαστικών λειτουργών.
Διετέλεσε μέλος πολλών επιστημονικών ενώσεων. Κατά μήνα Οκτώβριο 2001 ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτορας του τμήματος Νομικής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης. Ο Δήμος Αθηναίων, κατά μήνα Δεκέμβριο του 2002, του απένειμε το μετάλλιο της πόλεως των Αθηνών. Έχει δημοσιεύσει πλήθος επιστημονικών διατριβών σε τιμητικούς τόμους και διάφορα νομικά περιοδικά, πολλές δε από τις μελέτες του έχουν περιληφθεί στον τόμο «Δικαιοσύνη και Κοινωνία σε διάλογο» που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα το έτος 1998. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες είναι οι μελέτες του: η ιδιορρυθμία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και τα χαρακτηριστικά του κοινοτικού δίκαιου[2], η εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου από τα εθνικά δικαστήρια[3], η υπόθεση Handyside(η ελευθερία της έκφρασης), η προστασία της ιδιοκτησίας και οι άσεμνες δημοσιεύσεις[4], η προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου στα πλαίσια της ευρωπαϊκής κοινοτικής εννόμου τάξεως[5], η συνδικαλιστική ελευθερία στον χώρο της Δικαιοσύνης[6], η ανεξαρτησία της δικαστικής λειτουργίας και η κοινή γνώμη[7], ο σεβασμός της αξίας του ανθρώπου στην ποινική δίκη[8], δημοσιότητα της δίκης και αιτιολόγηση της δικαστικής απόφασης[9], το δικαίωμα προσφυγής στη δικαιοσύνη[10], ο νομικός τύπος από τη σκοπιά του δικαστή[11], τα μέσα ενημέρωσης και η απονομή της Δικαιοσύνης[12], η κατάχρηση δικαιώματος στην εργατική σχέση[13], εκτέλεση κατά του Δημοσίου[14], εγγενείς δυσχέρειες στην απονομή της ποινικής Δικαιοσύνης[15], συνταγματικές παράμετροι της προστασίας της προσωπικότητας κατά τα άρθρα 57 επ. ΑΚ.[16], η Ευρ. Σ.Δ.Α. μοχλός ανανέωσης της νομολογίας[17], ο ποινικός δικαστής στο κατώφλι του 21ου αιώνα[18], η βελτίωση της απονομής της Ποινικής Δικαιοσύνης[19], υποχρεώσεις και στόχοι του σύγχρονου δικαστή και εισαγγελέα[20], πορεία προς την ορθή δικανική κρίση[21].
* βλ. “Η Εισαγγελία” του Παναγιώτη Γ.Δημόπουλου, Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου ε.τ. , β΄έκδοση σελ.219