ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΣΩΜΑΚΗΣ (1848-1857) *

    Γεννήθηκε στο Χαλίκιο της Ηπείρου. Έλαβε μέρος στην επανάσταση κατά της τουρκικής τυραννίας. Την 9 Απριλίου 1821 ο Αλέξαν­δρος Υψηλάντης τον ονόμασε διαγραφέα (πρωτοκολλητή) τουσυστα­θέντος στο Τυργόβιστον της Βλαχίας «Γενικού Βουλευτηρίου»[1].

Ενώ ήταν Πρόεδρος του δικαστηρίου Τριπολιτζάς, με την από 17-8-1830 αναφορά των γερουσιαστών Γεωργίου Αινιάν και Γεωργίου Αντωνο­πούλου προς τον Κυβερνήτη, προτείνεται, «ς χων νομικὰς γνώσεις», να διορισθεί δικαστής στο πρωτόκλητο δικαστήριο[2]. Ήταν πρόσωπο γαλλικής παιδείας και επιρροής.

     Με το από 1/13-1-1835 Β.Δ. διορίσθηκε Αρεοπαγίτης και μετείχε στη σύνθεση του δικαστηρίου το οποίο, την 30-4-1835, εδημοσίευσε την πρώτη πολιτική του απόφαση. Το 1847 υπηρετεί ως Πρόεδρος Εφετών Αθηνών και από τη θέση αυτή προάγεται και διορίζεται, με το από 3-4-1847 Β.Δ., Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, σε αντικατάσταση του παυθέντος Χριστοδούλου Κλονάρη. Με το από 13-3-1848 Β.Δ. διορίζεται Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου, ενώ ο Χριστόδουλος Κλονάρης αποκαθίσταται και επαναδιορίζεται Πρόεδρος του Αρείου Πά­γου. Η εφημερίδα «θηνᾶ»[3] υποδέχθηκε τον διορισμό του ως Εισαγ­γελέως με πολύ δυσμενείς εκτιμήσεις για την ικανότητά του να αντα­ποκριθεί στα καθήκοντα της θέσης του. Τον χαρακτηρίζει ανίκανο και αμαθή και του καταλογίζει ότι παρίσταται μόνον κατά τη δημοσίευση των αποφάσεων και την εκφώνηση των υποθέσεων, παραχωρεί δε τη θέση του στον Αντεισαγγελέα όταν πρόκειται να συζητηθούν υποθέ­σεις και είναι υποχρεωμένος να γνωμοδοτήσει. Σε άλλο σημείωμα της[4], επειδή ήταν εξάδελφος του Ιωάννη Κωλέττη, τον χαρακτηρίζει πρόσωπον «τοῦ ἐνδόξου Κωλεττικο συστήματος». Αντίθετα, η εφη­μερίδα «Θρίαμβος» του Συντάγματος[5], επ’ ευκαιρία του διορισμού του ως Προέδρου του Αρείου Πάγου, γράφει: «οὐδείς δύναται νὰ ἀμφισβητήση ὅτι ὁ Ἰωάννης Σωμάκης διεκρίθη πάντοτε καὶ κατεστάθη σεβαστός παρ πᾶσι διὰ τὲ τὴν νομομάθειάν του, τὴν εὐσυνειδησίαν του καὶ τὰς σεμνὰς ἰδιωτικὰς καὶ οἰκογενειακὰς ρετάς του», κατηγο­ρεί δε τον Χριστόδουλο Κλονάρη ως «ἕνα τῶν αἰσχρότερων ὀργάνων τῶν μαύρων καὶ γρίων παθῶν τῆς ντιπολιτεύσεως, ὡς μέθυσον καὶ διεφθαρμένον καὶ εἰς τὸν ἔσχατον βαθμὸν ἐκπεφαυλισμένον ἀπὸ τὸν φατριασμόν». Έλαβε μέρος, ως Πρόεδρος Εφετών Αθηνών (το έτος 1846) και ως Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου (το έτος 1852), στην πο­λύκροτη υπόθεση του Ευαγγελιστή Ιωνά Κινγ, προξένου των Η.Π.Α., ο οποίος είχε διωχθεί ποινικώς για παράβαση του άρθρου 18 του (τό­τε) ισχύοντος νόμου περί τύπου, συγκεκριμένα δε διότι είχε χλευάσει τα δόγματα της Ορθοδόξου Εκκλησίας και είχε εκφρασθεί με τρόπο προσβάλλοντα το οφειλόμενον σέβας προς τον Δημιουργόν του Παντός[6]. Κατά την δικάσιμο της 19 Ιανουαρίου 1853, υποστήριξε την αναίρεση της υπ’ αριθμ. 181/21.12.1852 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Σύρου με την οποία ο φιλόσοφος Θεόφιλος Καΐρης και άλλοι (μαθητές του) είχαν καταδικασθεί για προσηλυτισμό στη θρησκευτική αίρεση «Θεοσέβεια». Η καταδικαστική απόφαση αναιρέ­θηκε μόνον ως προς τους «συνεταίρους» και «διαδότας» του Θεόφι­λου Καΐρη, όχι όμως και ως προς αυτόν διότι είχε αποθάνει κατά τη συζήτηση της αναιρέσεως[7].

Τη θέση του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου κατείχε επί εννέα χρόνια, έως το 1857. Επανειλημμένως εκλέχθηκε εταίρος και σύμβου­λος της Αρχαιολογικής Εταιρείας.

 
* βλ.  “Η Εισαγγελία” του Παναγιώτη Γ.Δημόπουλου, Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου ε.τ. , β΄έκδοση σελ.157


[1]Ιστορία του ‘Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών Α .Ε..,τόμος IB‘, σελ. 550 επ.
[2]Τουρτόγλου, Επετηρίς του Κέντρου Έρεύνης της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου της Ακαδημίας Αθηνών, τόμος 10-11 (1963 -1964 σελ.19-22.
[3]Φύλλο 1487/8-3-1848.
[4]Φύλλο 1482/18-3-1848.
[5]Φύλλο της 12-4-1847.
[6]Ιωνά Κινγ, Διάφορα συγγραφέντα κατά διαφόρους καιρούς και τόπους,ν θήναις 1854, σελ. 623.
[7]Υπ’ αριθμ. 19/1853 (ποινική) απόφαση του Αρείου Πάγου (αρχείο του Α.Π.).