ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΡΟΒΕΛΕΓΓΙΟΣ (1866-1873)
H οικογένειά του ήταν Φλωρεντιανής καταγωγής εγκατεστημένη στις Κυκλάδες από το 1670. Ο ίδιος γεννήθηκε στο Κάστρο της Σίφνου. Σπούδασε Νομικές και Πολιτικές Επιστήμες στην Πίζα και Γένοβα της Ιταλίας και εν συνεχεία, επί οκτώ χρόνια, στη Βαυαρία και την Πρωσσία. Ανακηρύχθηκε διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης και επέστρεψε στην Ελλάδα με την ακολουθία του Όθωνος. Διορίσθηκε γενικός γραμματεύς του (πρώτου) Συμβουλίου Επικρατείας και ήταν μέλος του Ανακτοβουλίου του Όθωνος[1]. Το 1835 διορίζεται μέλος της επιτροπής για τη σύνταξη του Αστικού Κώδικος ενώ τον Σεπτέμβριο 1836 συμμετέχει σε επιτροπή για την τροποποίηση του Γαλλικού Αστικού Κώδικος «…διὰ νὰ ἐφαρμοσθῇ εἰς τὴν Ἑλλάδα»[2].
Το 1837 διορίζεται καθηγητής της Νομικής Σχολής[3]. Μετά την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 πολιτεύεται και εκλέγεται μέλος της Εθνοσυνέλευσης και γερουσιαστής. Είχε στενούς δεσμούς με το Γαλλικό κόμμα. Διατέλεσε Υπουργός Δικαιοσύνης (1852), Οικονομικών (1853) και Εσωτερικών (1857-1859 και από 26-1 έως 24-5-1866). Μετά την παραίτησή του από το Υπουργείο Εσωτερικών, περί τα μέσα 1866, διορίζεται Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου και υπηρετεί έως το 1873. Κατά μήνα Απρίλιο 1870 γνωμοδότησε ότι, κατά το Σύνταγμα, η κυβέρνηση δεν είχε δικαίωμα να αμνηστεύσει τους ληστές Αρβανιτά- κηδες οι οποίοι είχαν απαγάγει και κρατούσαν ομήρους, στην περιοχή Δήλεσι, τον λόρδο και τη λαίδη Muncasterκαι για την απελευθέρωση τους αξίωναν να τους χορηγηθεί αμνηστία[4].
Ήταν θείος του ποιητή Αριστείδη Προβελέγγιου. Ιδιαίτερα ενδιαφέρων ήταν ο λόγος που εκφώνησε την 21ην Ιανουαρίου 1846 ενώπιον της Βουλής, αναφερόμενος στην κατάσταση και την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, στο αμετάθετο των δικαστών και τη διάκριση μεταξύ χάριτος και αμνηστίας. Την 18η Οκτωβρίου 1846, ενώπιον των κατοίκων της Σίφνου, προέβη σε λογοδοσία για τα όσα είχε εισπράξει από βουλευτικούς μισθούς τους οποίους και διέθεσε εξ ολοκλήρου για την κατασκευή δημοτικού λοιμοκαθαρτηρίου στη Σίφνο[5].
Είχε κατηγορηθεί ως αρχηγός της ελληνικής μερίδας της «καμαρίλας» του Όθωνος[6].
* βλ. “Η Εισαγγελία” του Παναγιώτη Γ.Δημόπουλου, Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου ε.τ. , β΄έκδοση σελ.159