ΜΑΤΘΑΙΟΣ ΧΑΤΖΑΚΟΣ (1911-1917 & 1920-1921) *
Γεννήθηκε στη Σύρο. Το 1886 διορίσθηκε απευθείας Πρωτοδίκης και το 1894 προήχθη σε Εφέτη. Στο Εφετείο Πατρών υπήρξε εισηγητής στην υπόθεση των αγωνιστών της επανάστασης αδελφών Λόντου επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1067/1899 απόφαση1. Το έτος 1900, σε ηλικία 40 ετών, προάγεται σε Αρεοπαγίτη και το 1911 σε Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, διαδεχθείς τον απομακρυνθέντα Τσιβανόπουλο. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης Νικόλαος Δημητρακόπουλος, κατά τη συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου, όταν άλλοι Υπουργοί προέβαλαν αντιρρήσεις για την προαγωγή του σε Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, απείλησε να παραιτηθεί από την Κυβέρνηση. Με την επιμονή όμως του Πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου απέσυραν τις αντιρρήσεις τους οι άλλοι Υπουργοί. Τον Μάρτιο 1916 ορίζεται Υπουργός Δικαιοσύνης στην υπηρεσιακή Κυβέρνηση Σ. Σκουλούδη. Ο διορισμός του ως υπουργού προκάλεσε τις διαμαρτυρίες πολλών βουλευτών ως αντικειμένη στην κοινοβουλευτική ορθοδοξία αλλά και διότι έδωσε την αφορμή και το πρόσχημα στην αντιπολίτευση να κατηγορήσει την Κυβέρνηση ως «αὐλική». Με τροπολογία που ενέταξε σε σχέδιο νόμου περί συμπληρώσεως των διατάξεων του ν. ΔΞΗ΄ «περὶ ἀναστολῆς παραγραφῶν» εισήγαγε το θεσμό του ενοικιοστασίου2 Κατά την πρώτη παράσταση του στη συνεδρίαση της Ολομελείας του Αρείου Πάγου ομίλησε «Περὶ τῆς ἀποστολῆς τῆς Eἰσαγγελίας εἰς τὲ τὰς ποινικὰς καὶ πολιτικὰς δίκας»3 Δεν συζητήθηκε υπόθεση στον Άρειο Πάγο στην οποία να μην αγόρευσε. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν οι αγορεύσεις του περί παραποιήσεως σήματος4, περί εξυβρίσεως τεθνεώτος5επί της απάτης περί τους φόρους6, περί κύρους αποφάσεων δικαστού στερουμένου των προσόντων7. Σπουδαίες, επίσης, είναι οι αγορεύσεις του περί της ανάγκης ιδίων αιτιολογιών στα βουλεύματα, αντί της αναφοράς στην εισαγγελική πρόταση8 και στο ζήτημα της συνταγματικότητας και του χαρακτήρα της ναυτικής επίταξηςκαι των περί αυτής διοικητικών δικαστηρίων κατά το νόμο ΔΡΟΒ9.Από τις γνωμοδοτήσεις του σπουδαιότερες είναι: Περί της συγχωνεύσεως ανωνύμων εταιρειών δια προσκτήσεως όλων των μετοχών της μιάς υπό της άλλης10. Περί της εννοίας του οικιακού ασύλου11 επί του κύρους γάμου άνευ επισκοπικής αδείας τελεσθέντος12, Περί αρνήσεως ιερέως προς τέλεσιν γάμου ή κηδείας13, επί της συγχωνεύσεως πειθαρχικών ποινών14, περί του ζητήματος του κύρους των νόμων των μη φερόντων επί του πρωτοτύπου την υπογραφήν του Βασιλέως Αλεξάνδρου15 περί της εκτάσεως της χάριτος επί των παρακολουθηματικών ποινών16.
Όταν, κατά τα έτη 1916-1917, μέλη του δικαστικού και εισαγγελικού σώματος προσχώρησαν στο κίνημα της Θεσσαλονίκης, ζήτησε και συγκλήθηκε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 81 του Οργανισμού των Δικαστηρίων, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου προκειμένου να αποφανθεί επί του γενικότερου ενδιαφέροντος ζητήματος της υπηρεσιακής κατάστασης και της τύχης των προσχωρησάντων στο κίνημα και εκείνων που είχαν εγκαταλείψει τις οργανικές θέσεις τους στις περιοχές που ήλεγχε η επαναστατική κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης.
Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, με την υπ’ αριθμ. 24/1916 απόφαση της, απέσχε να αποφανθεί επί του πρώτου ζητήματος17.Έχει γραφεί ότι κατά την περίοδο των «Νοεμβριανῶν » (17, 18 και 19 Νοεμβρίου 1916), κατά την οποία οι «Κωνσταντινικοὶ» είχαν εξαπολύσει άγριο διωγμό κατά των «Βενιζελικῶν», αναζητούσε ψευδομάρτυρες για να θεμελιώσει κατηγορίες και δικαιολογήσει την προφυλάκιση «Βενιζελικῶν» βουλευτών18. Κατ’ εφαρμογήν του από 14/14 Ιουνίου 1917 Β.Δ. «Περί ἀναστολῆς πασῶν τῶν συνταγματικῶν διατάξεων περὶ δικαστικῶν ὑπαλλήλων» απολύθηκε από τη θέση του Εισαγγελέως ως «…σεσηπός μέλος τοῦ Δικαστικοῦ Σώματος».
Η Διοίκηση, μετά την απόλυσή του, αρνήθηκε να τον διορίσει δικηγόρο και τον παρέπεμψε στο Ειδικό, για τους υπουργούς, δικαστήριο με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, συνισταμένης στην ανάληψη του Υπουργείου Δικαιοσύνης στην κυβέρνηση Σκουλούδη. Κατά μήνα Νοέμβριο 1920, δυνάμει του από 8/8 Νοεμβρίου 1920 συντακτικού διατάγματος «Περὶ ἐπαναφοράς τῶν παρὰ τὸ Σύνταγμα ἀπολυθέντων δικαστικῶν ὑπαλλήλων», επανέρχεται στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου και υπηρετεί έως τον Σεπτέμβριο 1921,οπότε παραιτήθηκε λόγω ελάττωσης της όρασής του19.
Ο τότε Πρωθυπουργός και επί της Δικαιοσύνης Υπουργός Δημήτριος Γούναρης εξέφρασε το αίσθημα βαθύτατης θλίψης το οποίο τον κατείχε για την απώλεια που υφίσταται το δικαστικό σώμα από την αποχώρησή του, οι δε Ολομέλειες του Αρείου Πάγου, του Εφετείου Αθηνών και του Πρωτοδικείου Αθηνών εξεδήλωσαν την βαθιά λύπη τους για την αποχώρησή του από την ενεργό υπηρεσία20. Αργότερα, κατά το έτος 1928, όταν τα πολιτικά πάθη είχαν αμβλυνθεί, ο Ελευθέριος Βενιζέλος αναγνώρισε ότι ήταν λάθος η απομάκρυνση του Χατζάκου από τη θέση του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, τον επισκέφθηκε στην οικία του και τον παρακάλεσε να μετάσχει της Αναθεωρητικής Επιτροπής του Αστικού Κωδικός21 .
Μετά την αποχώρηση του άσκησε το δικηγορικό λειτούργημα, περιορισθείς σε γνωμοδοτήσεις και στην υπεράσπιση υποθέσεων ενώπιον του Αρείου Πάγου. Σπουδαία υπήρξε η συμβολή του και στις εργασίες σύνταξης νέας Πολιτικής Δικονομίας και Αστικού Κωδικός. Ως Πρόεδρος της επιτροπής σύνταξης σχεδίου νέας Πολιτικής Δικονομίας συνέταξε πλήρες διάγραμμα ολόκληρης της Πολιτικής Δικονομίας22, ενώ ως μέλος της αναθεωρητικής επιτροπής του Αστικού Κωδικός έλαβε ενεργό μέρος στις εργασίες της και συνεισέφερε τις γνώσεις και την πείρα του σε σημαντικά ζητήματα. Με ιδιαίτερη προτίμηση καταγινόταν στην ιστορία και την αρχαία ελληνική φιλολογία, δείγμα δε της ενασχόλησης του αυτής είναι η μελέτη του περί της δίκης του Κλωδίου23.
Το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, λίγο χρόνο πριν από τον θάνατο του, τον ανακήρυξε επίτιμο διδάκτορα του24, κατά τη σχετική δε τελετή ο καθηγητής Κ. Σούρλας, εκτός άλλων, είπεν ότι ο Χατζάκος «…εἶχε διεισδυτικὸν νοῦν… ὡς δικαστής ἐζήτει τὴν δύναμιν ἐν ἑαυτῷ, τοποθετῶν τὸ σημεῖον στηρίξεώς του εἰς τὴν συνείδησίν του… ἡ εὐθύτης του ἦτο παροιμιώδης καὶ κατώρθωνε νὰ ἐμπνέῃ τὴν γενικὴν πεποίθησιν ἐπὶ τὴν ἀπόλυτον εὐθύτητά του… ὡς εἰσαγγελεύς δὲ ἦτο ἰδεώδης. Προστιθεμένη εἰς τὰ ἄλλα προσόντα, προσέδιδεν εἰς αὐτόν ἰδιαιτέραν αἴγληνἡ γλαφυρότης τῆς ὁμιλίας του καὶ ἡ καθαρότης τῆς σκέψεώς του. Ἦτο σταθερὸς καὶ ἀπέρριτος εἰς τὴν ἔκφρασιν, ξένος πρὸς πάντα στόμφον ἤ επιτήδευσιν, εἶχε τὴν κατακηλοῦσαν φωνὴν ἐνός ἠρέμου ρήτορος, ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ ὁποίου αἱ κατάλληλοι λέξεις εἰς τὴν κατάλληλον στιγμὴν ἐξήρχοντο γοργαὶ καὶ διαυγεῖς. Δι’ αὐτὸν θα ἠδύνατο νὰ γραφῇ, διά μίαν εἰσέτι φοράν, «καὶ ἀπό γλώσσης μέλιτος γλυκίων ρέεν αὐδή»,δηλαδή ό,τι λέγει ο Όμηρος25 για τον «ἡδυεπὴ καὶ λιγὺν ἀγορητήν τῶν Πυλίων» Νέστορα. Η Ολομέλεια του ΣτΕ μετά τον θάνατο του, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 311 του Οργανισμού των Δικαστηρίων, με την υπ’ αριθμ. 1/1948 γνωμοδότηση της, γνωμοδότησε υπέρ της ανάρτησης της φωτογραφίας του στο ακροατήριο του Αρείου Πάγου26. Την προσωπικότητα, τον χαρακτήρα και το έργο του παρουσίασε ο καθηγητής Χρ. Πράτσικας σε ειδικό αφιέρωμα27.
* βλ. “Η Εισαγγελία” του Παναγιώτη Γ.Δημόπουλου, Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου ε.τ. , β΄έκδοση σελ.169
——-
1Θέμις I΄, σελ. 457.
2 Σ. Μαρκεζίνης, Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος, σελ. 116 και 136. 3 Θέμις ΚΒ΄, σελ. 305. 4 Θέμις ΚΔ’, σελ. 243. 5 Θέμις ΚΔ’, σελ. 391. 6 Θέμις ΚΔ’, σελ. 465 7 Θέμις ΚΔ’, σελ. 561. 8 Θέμις ΚΔ’, σελ. 422. 9 Θέμις ΚΕ’, σελ. 1 επόμ. 10 Θέμις ΚΕ’, σελ. 445. 11 Θέμις ΛΒ’, σελ. 140. 12 Θέμις ΛΒ’, σελ. 237. 13 Θέμις ΛΒ’, σελ. 253. 14 Θέμις ΛΒ’, σελ. 335. 15 Θέμις ΛΒ’, σελ. 352. 16 Θέμις ΛΒ’, σελ. 494 και 510. 17 Θέμις ΚΖ΄, σελ.561. 18 Γεώργιος Βεντήρης , Η Ελλάς του 1910-1920, τόμος 2ος σελ. 272 εκδόσεις «Πυρσού ΑΕ» Αθήνα 1931. Γιάννης Κορδάτος, Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδος, τόμος 5ος , σελ. 465 Αθήνα 1958. 19 Θέμις ΛΒ΄σελ.287. 20 Θέμις ΛΒ΄σελ.366 επ. 21 Δημήτριος Μαργέλος, Η Ελληνική Δικαιοσύνη, σελ. 88. 22 Κώστας Μπέης, Ιστορία της έδρας της Πολιτικής Δικονομίας, εκδόσεις «Σύμμεικτα», Επαμ. Σπηλιοτόπουλου. 23 Επετηρίς Παρνασσού, Ι΄ σελ. 219. 24ΕΕΝ, Η΄σελ. 97 25 Ομήρου, ΙΛΙΑΣ Α΄ 249. 26 Θέμις ΝΘ’, σελ. 214 επόμ.27 Θέμις ΝΒ’, σελ. 177 επόμ.