ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΒΛ.ΚΟΛΛΙΑΣ (1962-1968) *

       Γεννήθηκε στα Στύλια Κορινθίας. Τη στρατιωτική του θητεία υπη­ρέτησε στο εκστρατευτικό σώμα της Μικράς Ασίας, έλαβε μέρος σε πολλές πολεμικές επιχειρήσεις και τιμήθηκε με το αριστείον αν­δρείας. Επέτυχε πρώτος σε διαγωνισμό Αντεισαγγελέων και διορίσθη­κε Αντεισαγγελεύς Πρωτοδικών το 1929. Προήχθη το 1946 σε Αντει­σαγγελέα και το 1962 σε Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Με την υπ’ αριθμ. 150/1964 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης τιμωρήθηκε με προσωρινή παύση έξι μηνών και διότι ανεπιτρέπτως παρενέβη στη διενεργούμενη κυρία ανάκριση για τη δολοφονία, κατά την 22α Μαΐου 1963, του βουλευτή της αριστεράς Γρηγόρη Λαμπράκη. Η πειθαρχική αυτή απόφαση ακυρώθηκε εν μέρει με την υπ’ αριθμ. 2942/1964 από­φαση της Ολομέλειας του ΣτΕ[1] με την οποία όμως κρίθηκε ότι συνιστούν πειθαρχικό παράπτωμα, διότι εξέρχονται από τα όρια εποπτείας του Εισαγγελέως επί της ανακρίσεως, «αι παρατηρήσεις και επιτιμήσεις, τας οποίας απηύθυνεν προς τον ανακριτήν και ιδίως τα λεχθέντα προς τους διαχειριζομένους την υπόθεσιν ανακριτήν και Εισαγγελέα, χωρίς να προσάπτεται εις τούτους, κατά τρόπον συγκεκριμένον, παράνομος τις ενέργεια ή κουφότης εν τη διαχειρίσει της υποθέσεως, ή ειδικώτερον εν σχέσει προς την προφυλάκισιν των κατηγορουμένων αξιωματικών Χωροφυλακής».

    Με βάση τα κριθέντα από το ΣτΕ, ο Υπουργός Δικαιοσύνης, με την υπ’ αριθμ. Ε.Π. 390/28-12-1964 απόφασή του, τον τιμώρησε με την ποινή της προσωρινής παύσης τριών μηνών και, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 35 του κωδ. Ν. 3641 «περί προσόντων των δικαστικών λειτουργών», τον παρέπεμψε στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, προκειμένου να κριθεί αν έπρεπε να παυθεί οριστικώς. Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, με την υπ’ αριθμ. 92/1965 απόφασή της[2], αφού έκρινε ότι ο Υπουργός Δικαιοσύνης δεν είχε πειθαρχική δικαιοδοσία και επο­μένως η απόφασή του ήταν άκυρη, αποφάνθηκε ότι δεν συνέτρεχε νό­μιμη περίπτωση να αποφασίσει περί της οριστικής ή μη παύσης.

     Κατά την 21ην Απριλίου 1967, κατά την οποία στελέχη του Στρα­τού κατέλυσαν το δημοκρατικό πολίτευμα της χώρας και εγκαθίδρυσαν δικτατορία, ορκίσθηκε Πρωθυπουργός της σχηματισθείσης από τους πραξικοπηματίες στρατιωτικούς πρώτης δικτατορικής Κυβέρνη­σης. Διατέλεσε Πρωθυπουργός αυτής της Κυβέρνησης μέχρι της 13ης Δεκεμβρίου 1967 κατά την οποία εκδηλώθηκε το αποτυχόν κίνημα του τότε Βασιληά προς ανατροπή των πραξικοπηματιών στρατιωτικών.

    Μετά την αποτυχία της πρωτοβουλίας του Βασιληά απολύθηκε με την από 23-1-1968 πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου, η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση της 10/1968 Σ.Π. «περί απολύσεως εκ της θέσεως των μετασχόντων εις τα στασιαστικά γεγονότα της 13ης Δεκεμβρίου 1967 ».

    Κατά το 1932 εξέδωσε μελέτη περί νοθείας και αισχροκέρδειας και κατά το 1984 κυκλοφόρησε βιβλίο υπό τον τίτλο «Βασιλεύς και επανάστασις 1967».

    Κατά τη μακρόχρονη θητεία του στην Εισαγγελία του Αρείου Πά­γου δημοσίευσε σε νομικά περιοδικά πλήθος γνωμοδοτήσεων και αγορεύσεών του επί πρωτοτύπων νομικών ζητημάτων αστικού και ιδίως ποινικού δικαίου.

 

* βλ.  “Η Εισαγγελία” του Παναγιώτη Γ.Δημόπουλου, Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου ε.τ. , β΄έκδοση σελ.191

——-

[1] Ελ. Δνη, 1965, σελ. 137 επόμ.
[2] ΝΟΒ , 13ο σελ. 353 επόμ.