ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΕΛ. ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ (1930-1935) *
O πατέρας του Μελέτιος καταγόταν από τη Νιγρίτσα της επαρχίας Μελένικου και είχε σπουδάσει φιλοσοφία στην Πέστη της Ουγγαρίας και ιατρική στην Ιταλία.Επίπολλά χρόνια έμεινε και άσκησε την ιατρική στο Παρίσι. Επέστρεψε στην Αθήνα το 1834. Με το από 15/27-1-1837 Β.Δ. διορίσθηκε καθηγητής της ιατρικής σχολής του νεοσύστατου Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά δεν αποδέχθηκε τον διορισμό του. Εν συνεχεία διορίσθηκε νομίατρος Λαμίας στην οποία εγκαταστάθηκε και άσκησε την ιατρική μέχρι τον θάνατο του[1].
O Εισαγγελεύς γεννήθηκε στη Ροδίτσα Λαμίας. Το 1903 υπηρετούσε στο Πρωτοδικείο Καρδίτσας ως Πρωτοδίκης. Το 1910 είναι Εισαγγελέας Πρωτοδικών Λεβαδείας και με εντολή του Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών συμμετείχε στη σύνθεση του Κακουργοδικείου Χαλκίδας το οποίο, κατά μήνα Ιούνιο 1910, δίκασε την εξέγερση των κολλήγων Καρδιτσιωτών κατά των τσιφλικάδων. Η συμμετοχή και η συμπεριφορά του στη δίκη αυτή προκάλεσε δυσμενέστατα σχόλια2. Ο Γιάννης Κορδάτος3 τον χαρακτηρίζει «αγροτοφάγο».
Στη δίκη των έξι καταδικασθέντων ως υπαιτίων της Μικρασιατικής καταστροφής (Οκτώβριο-Νοέμβριο 1922), συμμετέχει στο έκτακτο Στρατοδικείο ως τρίτος επαναστατικός κατήγορος4.
Το «Ελεύθερον Βήμα»5 της εποχής εκείνης σχολιάζον την αγόρευσή του γράφει: «…ἐπάνω εἰς τὰ πράγματα ἐθεμελίωσε τὶς κατηγορίες του… Μέσα εἰς τοὺς γεροὺς τοίχους του ἐνέκλεισε τοὺς κατηγορουμένους καὶ μὲ τὴν ἀνάπτυξιν τοῦ ἐγκλήματός των ἀνύψωσεν ἕνα πελώριο ἰκρίωμα».
Το 1924 υπηρετεί ως αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου και το 1930 προάγεται σε Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Το νομικό περιοδικό
«Ἐφημερίς τῆς Ἐλληνικῆς καὶ Γαλλικῆς Νομολογίας»6 υποδέχθηκε με δυσμενή σχόλια την προαγωγή του και την χαρακτήρισε «σπανίως ἀνεπιτυχῆ», τον δε διορισμό του «ἐξαιρετικώς ἀσυμπαθῆ παρ’ ὁλοκλήρω τῇ κοινῇ γνώμῃ».
Η εφημερίς «Καθημερινή»7, κατήγγειλε ότι, κατά το έτος 1925, όταν ήταν Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου, για να αποφύγει την πληρωμή φόρου, δήλωσε ως τίμημα πωληθείσης οικίας του μικρότερο από εκείνο που είχε συμφωνήσει. Για την πράξη του αυτή, καθώς και για το γεγονός ότι μεταχειρίσθηκε την από το αξίωμά του ηθική επιβολή για να θεωρηθεί από τις φορολογικές αρχές ως περαιωμένη η υπόθεση του, ο Υπουργός Δικαιοσύνης, με την υπ’ αριθμ. πρωτ. 17/20-5-1933 απόφασή του, του επέβαλε την πειθαρχική ποινή της προσωρινής παύσης των έξι μηνών και τον παρέπεμψε ενώπιον της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου προκειμένου να κριθεί αν συντρέχει περίπτωση οριστικής απόλυσής του από την υπηρεσία.
Κατά της πειθαρχικής απόφασης του Υπουργού Δικαιοσύνης άσκησε αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας το οποίο, με την υπ’ αριθμ. 574/1933 απόφαση της Ολομέλειάς του8, έκρινε ότι αποκλείεται, κατ’ άρθρο 46 του ν. 3713/1929, η άσκηση αίτησης ακύρωσης διότι με την επιβληθείσα πειθαρχική ποινή δεν εξαντλήθηκε η ενέργεια του Υπουργού, αφού, κατ’ άρθρο 3 του ν. 104/1913, ο Υπουργός Δικαιοσύνης τον παρέπεμψε ενώπιον της Ολομελείας του Αρείου Πάγου η οποία και θα κρίνει την εγκυρότητα της απόφασής του.
Ο Υπουργός Δικαιοσύνης, στα παραπεμπτικά του έγγραφα, υπομιμνήσκει στην Ολομέλεια ότι, προκειμένου να αποφασίσει περί οριστικής παύσης, θα πρέπει να συνεκτιμήσει: 1) την εν γένει υπηρεσιακή του επάρκεια ως Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου και ειδικότερα ότι σε ελάχιστες υποθέσεις παρέστη και ότι οι γνωμοδοτήσεις του υπήρξαν ελάχιστες, 2) ότι μετά την κοινοποίηση της πειθαρχικής απόφασης προέβη σε δηλώσεις στον ημερήσιο τύπο και εσχολίασε ιταμώς την απόφαση.
Ο Υπουργός τονίζει ότι η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου θα πρέπει να συνεκτιμήσει τα διάφορα επεισόδια τα οποία, υπό την ιδιότητα του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, εδημιούργησε, ως επί παραδείγματι: 1) το επεισόδιο μετά του κρεοπώλου για την αγορά πνεύμονος για τροφή της γάτας του, 2) τη μήνυσή του κατά χωροφύλακος επί παραβάσει καθήκοντος διότι δεν συνέλαβε τον οδηγόν του λεωφορείου στο οποίο επέβαινε, 3) την επέμβασή του υπέρ φίλου του Αρεοπαγίτη, κατηγορουμένου για απόπειρα φόνου (για την επέμβαση αυτή και γενικότερα την πολιτεία του βλ. επιστολή του Γ. Βασιλάτου9) και 4) τη δράση του, ως Εισαγγελέως Πρωτοδικών Λεβαδείας, που περιγράφεται στα υπ’ αριθμ. 681/1910 και 523/1913 βουλεύματα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, τα οποία όμως δεν ανευρέθησαν στα αρχεία του Εφετείου Αθηνών.
Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, με την υπ’ αριθμ. 303/17.11.1933 απόφαση10 της, απέσχε να αποφανθεί επί του ερωτήματος με την αιτιολογία ότι η απόφαση του Υπουργού δεν ήταν τελεσίδικη, ως απαιτούσε η διάταξη του άρθρου 7 §2 του ν. 104/1913, δεδομένου ότι, μετά την ισχύ της διάταξης του άρθρου 116 του Συντάγματος του 1927, η κατά το άρθρο 301 του Οργανισμού των δικαστηρίων ανήκουσα στον Υπουργό της Δικαιοσύνης πειθαρχική δικαιοδοσία είναι πλέον μόνον πρώτου βαθμού11. Του είχαν απονεμηθεί τα παράσημα «Ἀργυροῦς Σταυρὸς τοῦ Σωτήρος» και «Χρυσοῦς Σταυρός Γεωργίου Α΄». Παραιτήθηκε και εξήλθε από την υπηρεσία κατά μήνα Μάρτιο 1935 και έτσι πρόλαβε τη βέβαιη απόλυση του κατ’ εφαρμογήν της Β’/1.4.1935 Σ.Π. με την οποία ανεστάλη η ισχύς των άρθρων 95 και 96 του Συντάγματος 1927 και απολύθηκαν πολλοί δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί12.
Δυσμενέστατη κριτική της υπηρεσιακής του δράσης και του χαρακτήρα του, μάλιστα δε με την αναφορά συγκεκριμένων ενεργειών του, επιχειρεί ο Εισαγγελεύς Εφετών Νικόλαος Τ. Γερακάρης13 ο οποίος τον παρομοιάζει προς τον διπρόσωπο μυθικό θεό Ιανό διότι εμφανιζόταν, ανάλογα με τις περιστάσεις, με διαφορετικές θέσεις και αντιλήψεις, άλλοτε ως φιλοβασιλικός και άλλοτε ως φιλοβενιζελικός.
* βλ. “Η Εισαγγελία” του Παναγιώτη Γ.Δημόπουλου, Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου ε.τ. , β΄έκδοση σελ. 175
6 Τόμος 50ος, 1930, σελ. 128. 7 Φύλλο της 11-4-1933. 8 Θέμις ΜΔ΄, σελ. 785 επ. 9 Εφημερίς «Βραδυνή» φύλλο της 30-11-1932. 10 Θέμις, ΜΔ΄ (44), σελ. 791 (και Νομολογία Μπαλάνου ΝΓ΄, σελ. 108 επ.) 11 Θέμις, ΜΔ΄ σελ. 785 επόμ. 12 Δημ. Μαργέλλος, Η Ελληνική Δικαιοσύνη, τόμος Α΄, εκδόσεις «Αντ. Σάκκουλα», Αθήνα 1981 σελ. 94. 13 Σελίδες εκ της συγχρόνου ιστορίας, τόμος Α΄, Αθήναι 1936, σελ. 176 επόμ.