ΛΟΥΚΑΣ ΓΙΔΟΠΟΥΛΟΣ (1935-1939) *
Γεννήθηκε στην Κερπινή Καλαβρύτων. Εισήλθε στο δικαστικό σώμα το 1902. Προήχθη σε Εφέτη το 1915 και σε Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου το 1923. Τον Μάρτιο 1933 αποδέχεται τον διορισμό του, ως Υπουργού Δικαιοσύνης, στην υπηρεσιακή-μεταβατική Κυβέρνηση Αντιστράτηγων που σχηματίστηκε μετά την εκδήλωση ανταρσίας. Καίτοι μέλος της Κυβέρνησης αρνήθηκε να υπογράψει Διάταγμα περί αμνηστίας σύνθετων πολιτικών εγκλημάτων. Αντίθετα προώθησε την ποινική δίωξη των εγκλημάτων αυτών. Το 1935 προήχθη σε Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και υπηρέτησε μέχρι του θανάτου του. Γνώστης ξένων γλωσσών, ήταν πάντα ενήμερος της επιστημονικής κίνησης στις χώρες της Ευρώπης. Τα νομικά περιοδικά της εποχής του έχουν κατακλυσθεί από μελέτες, προτάσεις, γνωμοδοτήσεις και αγορεύσεις του, που αποτελούν αληθείς επιστημονικές εργασίες για όλους τους κλάδους του δικαίου. Ενδεικτικώς αναφέρονται: οι εργασίες του «Περί της δυστροπίας εν τω νόμω περί εξώσεως μισθωτών»1, «Τα δικαιώματα του τρίτου νομέως κατά την εκτέλεσιν»2, «Περί της εκτελέσεως των επιδικαζουσών ενοχικά δίκαια αποφάσεων»3, οι γνωμοδοτήσεις του «Αναπλήρωσις της κατά τον γάμον υπεξουσίου ελλειπούσης συναινέσεως του πατρός»4, «Στοιχεία της αγωγής περί διαφέροντος λόγω αποδράντος κέρδους»5, «Ισχύς του κατά του συζύγου περί προικώων δεδικασμένου και κατά της συζύγου μετά την λύσιν του γάμου»6, «Αποτελέσματα της δικαστικής κηρύξεως της ακυρότητος ακυρώσιμου γάμου»7, «Ισχύς των αλλοδαπών αποφάσεων και ιδίως των Μικτών δικαστηρίων Αιγύπτου»8, «Περί του επαγγελματικού κινδύνου…»9, «Περί του χρόνου της διατιμήσεως εις δραχμάς υποχρεώσεων εις ξένον νόμισμα»10, «Ανατίμησις των παλαιών εις δραχμάς χρεών. ‘Έννοια της αναγκαστικής κυκλοφορίας»11, «Περί της ευθύνης του Δημοσίου εκ πράξεων των δημοσίων υπαλλήλων»12, «Το στοιχείον της υπαιτιότητας εν τω λόγω του διαζυγίου περί κλονισμού των συζυγικών σχέσεων»13, «Έκτασις της άμνηστείας επί συρροής αδικημάτων»14.
Έλαβε μέρος, ως μέλος ή Πρόεδρος, πολλών νομοπαρασκευαστικών επιτροπών και επιμελήθηκε τη σύνταξη πολλών νόμων και αιτιολογικών εκθέσεων: «Αιτιολογική έκθεσις επί του προσχεδίου του Πτωχευτικού Κωδικός» (1924), «Ανακοίνωσις περί του προσχεδίου του Εμπορικού Κώδικος»15, «Αιτιολογική έκθεσις νομοθετικού διατάγματος περί μεταρρυθμίσεως διατάξεων πολιτικής Δικονομίας»[16] «Παρατηρήσεις επί του σχεδίου Αστικού κώδικος»17, «Συνταγματικότης της μεταρρυθμίσεως των ορκωτών δικαστηρίων»18.
Επιμελήθηκε την έκδοση, με προσθήκες και βελτιώσεις, του περί αναγκαστικής εκτέλεσης τμήματος του Εγχειριδίου Πολιτικής Δικονομίας του Βασ. Οικονομίδου, καθώς και του περί Αναιρέσεως έργου του καθηγητή Κ. Βασιλείου. Συνέγραψε και δημοσίευσε τα αυτοτελή έργα «Η δικονομική ακυρότης κατά τον νόμον ΓΨΟΘ’ του 1911», «Επεξεργασία του περί εκτελέσεως τμήματος επί τη βάσει του νόμου ΖΦΝΔ΄». Το 1933 του ανατίθεται η προεδρία της επιτροπής συντάξεως Κωδικός Πολιτικής Δικονομίας και αναλαμβάνει ο ίδιος την επεξεργασία, σύνταξη και εισήγηση του τμήματος περί δικονομικών ακυροτήτων και αναγκαστικής εκτέλεσης. Αλλά και για την οργάνωση και λειτουργία της Δικαιοσύνης επέδειξε ενδιαφέρον. Το έτος 1927, με αναφορά του προς την επί του Συντάγματος Κοινοβουλευτική Επιτροπή, υποστήριξε ότι το από το άρθρο 305 του Οργανισμού των Δικαστηρίων δικαίωμα του Υπουργού Δικαιοσύνης να μεταρρυθμίζει τις πειθαρχικές αποφάσεις (αθωωτικές ή καταδικαστικές), που αφορούν δικαστικούς ή εισαγγελικούς λειτουργούς, αντίκειται στη συνταγματική αρχή του χωρισμού της δικαστικής εξουσίας από την εκτελεστική εξουσία και είναι ασυμβίβαστη προς την ανεξάρτητη λειτουργία της Δικαιοσύνης. Κατά τις εφημερίδες «Καθημερινή» και «Ελληνικό Μέλλον» της 3ης Απριλίου 1935, μετά την άρση της ισοβιότητος των δικαστικών και της μονιμότητος των εισαγγελικών λειτουργών με την Β’/lΑπριλίου 1935 Σ.Π., αυτός, καθώς και ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου Αντώνιος Ζηλήμων και οι αρεοπαγίτες Παπαηλιού και Πετρίτσης, συνεργάσθηκαν με τον Υπουργό Δικαιοσύνης Χλωρό για την «εκκαθάριση» του Αρείου Πάγου. Αμφισβήτησε τη συνταγματικότητα της διάταξης του άρθρου 7 του νόμου 1886/1939 «Περί συγκροτήσεως Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου» με την οποία επεβλήθη η άνευ ψήφου παρουσία του Γ.Γ. του Υπουργείου Δικαιοσύνης στις συνεδριάσεις και διασκέψεις του ΑΔΣ. Η Ολομέλεια του ΑΔΣ, στην οποία ήλθε το θέμα κατόπιν διαφωνίας του Υπουργού Δικαιοσύνης προς την απόφαση του 5μελούς τμήματος του ΑΔΣ, με την υπ’ αριθμ. 2/1939 απόφασή της, έκρινε ότι είναι συνταγματική η ανωτέρω ρύθμιση19. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας Μεταξά επέδειξε υψηλό φρόνημα ανεξαρτησίας και ευψυχία. Την 2η Απριλίου 1937 ο Ιωάννης Θεοτόκης, αρχηγός του Λαϊκού Κόμματος, εγγράφως διαμαρτυρήθηκε προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για την επί πεντάμηνο αυστηρή απομόνωση του στην Κέρκυρα. Ο Γιδόπουλος επισκέφθηκε τον Υφυπουργό Ασφαλείας Κ. Μανιαδάκη και ενεχείρισε σ’ εκείνον αντίγραφο της διαμαρτυρίας του Θεοτόκη με την παρατήρηση ότι ο διαμαρτυρόμενος έχει απολύτως με το μέρος του το δίκαιον. Στην παρατήρηση αυτή ο Μανιαδάκης απήντησε «…παρατηρώ με λύπην μου, κύριε Εισαγγελλεύ, ότι δεν γνωρίζετε όλην την ελληνικήν νομοθεσίαν, τον τελευταίον νόμον». Και όταν ο Γιδόπουλος τον ερώτησε ποιος είναι αυτός ο τελευταίος νόμος, ο Μανιαδάκης του απήντησε «ο νόμος του Μανιαδάκη. Εις το κάτω κάτω της γραφής έτσι θέλουμε». Ειςάλλη συνάντησή του με τον Μανιαδάκη, ο τελευταίος παρατήρησε ότιπολλοί δικαστικοί δεν κατανόησαν πλήρως την επελθούσα μεταβολή και προβάλλουν προσκόμματα στο έργο του καθεστώτος. Ο Γιδόπουλος απήντησε ότι δεν γνωρίζει ενέργειες δικαστικών ή εισαγγελικών λειτουργών αντίθετες προς τους νόμους και κινήθηκε να φύγει από το γραφείο του Υφυπουργού. Ο Μανιαδάκης τον εσταμάτησε λέγοντας προς αυτόν: «Κύριε Εισαγγελεύ, σας έπεσε κάτι». Ο Γιδόπουλος κοίταξε προς τα κάτω, διαπίστωσε ότι δεν του είχε πέσει τίποτα και με απορία κοίταξε τον Μανιαδάκη. Τότε ο τελευταίος, καγχάζοντας,του είπε «η παραίτησή σας»20.
Ήταν εγκρατής μελετητής και της αρχαίας ελληνικής φιλολογίας και συνέγραψε στα γερμανικά μελέτη για την ιστορία και λειτουργία του Αρείου Πάγου η οποία δημοσιεύτηκε στον πανηγυρικό τόμο υπό τον τίτλο«DiehochstenGerichtederwelt»21. Η συμμετοχή του στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο αποτελούσε εγγύηση αντικειμενικής κρίσης22. Προλογίζοντας τον υπέρ του Αντωνίου Ζηλήμονος εκδοθέντα τιμητικό τόμο μελετών, κατά μήνα Ιούλιο 1938, έγραφε ότι: «…το έργον του δικαστού έχει ανάγκην εμπνεύσεως εκ της επιστήμης του δικαίου, εμπνεύσεως εκ της αγάπης προς το δίκαιον, εμπνεύσεως διά την απομάκρυνσιν πάσης αδυναμίας και παντός επηρεασμού… διότι είναι, κατά το μέγιστον μέρος, ψυχική λειτουργία». Πέθανε δύο μήνες μετά την έκδοση της υπ’ αριθμ.. 2/1939 αποφάσεως της Ολομέλειας του ΑΔΣ και ο θάνατος του δεν θεωρήθηκε άσχετος προς τη δοκιμασία που υπέστη εξ αφορμής της προτάσεώς του περί αντισυνταγματικότητος του άρθρου 7 του ν. 1886/1939.
Την προσωπικότητα και την προσφορά του στη Δικαιοσύνη και τη νομική επιστήμη εξήραν ο κατά τον χρόνο του θανάτου του Πρόεδρος του Αρείου Πάγου Γεώργιος Πανόπουλος, ο Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Άγγελος Μπουρόπουλος, ο καθηγητής Γεώργιος Ράμμος, ο Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών Άγγελος Σταυρόπουλος23 και ο Χρήστος Πράτσικας24