ΑΓΓΕΛΟΣ ΝΙΚ.ΜΠΟΥΡΟΠΟΥΛΟΣ (1939-1945 & 1946-1950) *
Γεννήθηκε στο Ναύπλιο. Το 1902 αναγορεύθηκε διδάκτωρ της Νομικής Σχολής και το 1912 εισήλθε στον εισαγγελικό κλάδο. Το 1920, ως Εισαγγελεύς Πρωτοδικών, τοποθετήθηκε Διευθυντής Δικαστικού στην Ελληνική Αρμοστεία της Σμύρνης, όπου υπηρέτησε μέχρι την αποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων από τη Μικρά Ασία. Προήχθη το 1935 σε Αντεισαγγελέα και το 1939 σε Εισαγγελέα Αρείου Πάγου1.
Με το από 11.12.1945 Β.Δ., το οποίο εκδόθηκε κατ’ εφαρμογήν του αν.ν. 721/1945 «περί ορίου ηλικίας δικαστικών λειτουργών», απηλλάγη των καθηκόντων του, συμπληρώσας το υπό του νόμου αυτού οριζόμενο όριο ηλικίας (65ον έτος) των δικαστικών λειτουργών. Το Διάταγμα αυτό ακυρώθηκε με την υπ’ αριθμ, 44/1946 απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ2 διότι κρίθηκε ότι ο αν.ν. 721/1945 ήταν αντίθετος στη διάταξη του άρθρου 88 του Συντάγματος του 1911. Επακολούθησε η έκδοση της υπ’ αριθμ. 93 της 19/19 Ιανουάριου 1946 Σ.Π. «περί της ηλικίας δικαστικών λειτουργών» με την οποία αφ’ ενός μεν καθορίστηκε ως ανώτατο όριο ηλικίας για τα μέλη του Αρείου Πάγου και της Εισαγγελίας το 65ο έτος αφ’ ετέρου δε κυρώθηκαν, αφ’ ότου εκδόθηκαν και άνευ εκδόσεως νέων ατομικών, όλες εν γένει oι αποφάσεις και πράξεις, οι οποίες είχαν εκδοθεί μέχρι της ισχύος της Συντακτικής πράξεως, κατ’ εφαρμογήν του αν.ν. 721/1945.
Η με την υπ’ αριθμ. 93/1946 Συντακτική Πράξη επικύρωση του περί απολύσεως Β.Δ./τος ακυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 371/1946 απόφαση
της Ολομέλειας του ΣτΕ3, κρίναντος ότι η ως άνω Συντακτική Πράξη καθώς και η υπ’ αριθμ. 92/1946 όμοια «περί αυθεντικής ερμηνείας του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος», ήσαν ανίσχυρες διότι η εκδούσα αυτές Κυβέρνηση δεν είχε εξουσία ανατροπής των οργανωτικών του πολιτεύματος βάσεων, όπως είναι η διάκριση των εξουσιών και η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης.
Πάντως, για την άσκηση της αίτησης ακύρωσης της απόλυσής του κατεκρίθη δριμύτατα ως αντιφάσκων προς προηγούμενη αίτησή του αναίρεσης υπέρ του νόμου, στην οποία είχε υποστηρίξει ότι τα δικαστήρια δεν είχαν εξουσία να ερευνήσουν κατά πόσον η Κυβέρνηση εδικαιούτο ή όχι να εκδώσει συντακτικές πράξεις4.
Έτσι, παρέμεινε εκτός υπηρεσίας από τις 10-12-1945 έως τις 17-5-1946 κατά την οποία επανήλθε στη θέση του και συνέχισε την υπηρεσία του μέχρι τις 5-11-1950 οπότε αποχώρησε οριστικώς λόγω συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας (70ου έτους). Οτρόπος της επανεγκατάστασής του στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου επικρίθηκε οξύτατα από τον Π. Ζήση. Η βασιμότητα όμως των στοιχείων επί των οποίων στηρίχθηκε η απαξιωτική αυτή κριτική αμφισβητήθηκε από τον Γ. Αντωνιάδη5 . Κατά το έτος 1927, ως διευθύνων την εισαγγελία εφετών, ζήτησε από τον Υπουργό Δικαιοσύνης τη διάψευση υποβολιμιαίων πληροφοριών του τύπου σχετικών προς την εκκρεμή δικαστική υπόθεση, γνωστή ως «συνωμοσία Παγκάλου». Επειδή όμως ο Υπουργός αρνήθηκε τη διάψευση, ο Μπουρόπουλος εξέδωσε ανακοίνωση της Εισαγγελίας προς αποκατάσταση της αλήθειας. Για την ενέργειά του αυτή διώχθηκε πειθαρχικώς αλλά απηλλάγη από το αρμόδιο πειθαρχικό συμβούλιο του Αρείου Πάγου. Παρά την απαλλαγή του ο Υπουργός Δικαιοσύνης τον τιμώρησε με προσωρινή παύση σαράντα πέντε ημερών διότι, τάχα, επέδειξε ανευλάβεια προς το Υπουργείο και διαστρέβλωσε τα γεγονότα6. Έχει γραφεί7 ότι ο Μπουρόπουλος, ως Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου και μέλος του Β’ Τμήματος του ΑΔΣ, είχε υποστηρίξει την άποψη (αντίθετη προς την άποψη του Εισαγγελέως Γιδόπουλου) ότι η παρουσία του Γενικού Γραμματέως του Υπουργείου Δικαιοσύνης στις συνεδριάσεις και διασκέψεις του ΑΔΣ, που προβλεπόταν από το άρθρο 7 του α.ν. 1886/1939, ήταν σύμφωνη προς το Σύνταγμα, εικάζεται δε ότι υποστήριξε την άποψη αυτή διότι «ήθελε διά της εύνοιας των ισχυρών της ημέρας να εκτοπίση τον Γιδόπουλον απόν την προεδρίαν (:προδήλως εννοείται η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου) και να την καθέξη ο ίδιος». Ο Μπουρόπουλος διετέλεσε Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Ποινικού Δικαίου και του Ελληνικού Τμήματος Διεθνούς Συνδέσμου Ποινικού Δικαίου, καθώς και μέλος και εν συνεχεία Πρόεδρος της Επιτροπής Συντάξεως του Ποινικού Κωδικός και του Κωδικός Ποινικής Δικονομίας. Παράλληλα προς την άσκηση των κυρίων καθηκόντων του επιδόθηκε συστηματικά στην καλλιέργεια της νομικής επιστήμης και ιδίως του ουσιαστικού και δικονομικού ποινικού δικαίου. Ίδρυσε και εξέδιδε, με καθηγητές Πανεπιστημίου, το νομικό περιοδικό «Ποινικά Χρονικά».
Συνέγραψε και δημοσίευσε πολλά έργα, όπως: «Εγχειρίδιον δικαστικής ψυχολογίας» κατά μετάφραση μετά προσθηκών εκ της ιταλικής του καθηγητού UmbertoFiore, «Κώδιξ Ποινικής Δικονομίας μετά νομολογίας και ερμηνευτικών σημειώσεων», «Μικροί Κώδικες» («Ποινικός», «Πολιτική Δικονομία», «Ποινική Δικονομία»), «Ο Νέος περί τύπου νόμος μετά ερμηνείας κατ’ άρθρον». Επιμελήθηκε της έκδοσης, με σημαντικές προσθήκες και ερμηνευτικές σημειώσεις, της «Ερμηνείας τού Ποινικού νόμου» και του «Εχειριδίου Ποινικής Δικονομίας» του καθηγητή Κωστή.
Μετά την έναρξη ισχύος των νέων κωδίκων ουσιαστικού και δικονομικού ποινικού δικαίου επιδόθηκε στην κατ’ άρθρο συστηματική ερμηνεία των νέων κωδίκων, συνέγραψε δε και δημοσίευσε ογκώδη έργα που βοήθησαν τους εφαρμοστές του δικαίου στην ορθή ερμηνεία των νέων κωδίκων. Δημοσίευσε ακόμη πολλά άρθρα, μελέτες και σχόλια σε νομικά περιοδικά. Διατέλεσε Υπουργός υπηρεσιακών κυβερνήσεων, Δημοσίας Τάξεως το 1950 και Δικαιοσύνης τα έτη 1951 και 1956. Τιμήθηκε με τον Μεγαλόσταυρο του Φοίνικος.
Με την ευκαιρία της αποχώρησής του από την ενεργό υπηρεσία, η εφημερίς Ελλήνων Νομικών8 έγραψε ότι «γενική είναι τοις πάσιν ή συνείδησις ότι ο απελθών εισαγγελεύς έκράτησεν υψηλά την κορυφήν του αξιώματος τούτου». Μετά τον θάνατό του η εταιρεία Ποινικού Δικαίου διοργάνωσε επιστημονικό μνημόσυνο κατά το οποίο προβλήθηκε η προσωπικότητα και το έργο του9.
* βλ. “Η Εισαγγελία” του Παναγιώτη Γ.Δημόπουλου, Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου ε.τ. , β΄έκδοση σελ.183