ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΚΛΟΝΑΡΗΣ (1788-1849) *
Ο Χριστόδουλος Κλονάρης δεν διετέλεσε μεν Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, βιογραφείται, όμως, διότι είναι ο πρώτος Εισαγγελέας (” Δημόσιος Συνήγορος “) του πρώτου Ανώτατου Δικαστηρίου, του Ανέκκλητου Κριτηρίου, το οποίο “άνοιξε” την 27η Νοεμβρίου 1829, πριν απο το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου, του οποίου και διετέλεσε πρώτος Πρόεδρος.
Γεννήθηκε στο Λιασκοβέτσι Ηπείρου. Τα πρώτα γράμματα έμαθε στα Αμπελάκια και στη Ραψάνη. Εγκαταστάθηκε στο Βουκουρέστι Ρουμανίας και δίδαξε στην εκεί λειτουργούσα «Αυθεντική Σχολή». Το 1819 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Εκεί συνδέθηκε φιλικά με τον Αδαμάντιο Κοραή και τον ClaudeFauriel.
Κατά την παραμονή του στη γαλλική πρωτεύουσα σπούδασε νομικά και στο γαλλικό περιοδικό «Θέμις» δημοσίευσε στα γαλλικά ενδιαφέρουσες μελέτες για το ισχύον στην υπόδουλη Ελλάδα δίκαιο. Όταν εξερράγη η ελληνική επανάσταση άρχισε να αρθρογραφεί στην παρισινή εφημερίδα «Συνταγματική», υπερασπιζόμενος το δίκαιο του απελευθερωτικού αγώνα.
Ήλθε στην Ελλάδα το 1825 και προσέφερε τις γνώσεις του, ως μέλος επιτροπών, για τη σύνταξη βασικών νομοθετημάτων. Ορίσθηκε «Δημόσιος Συνήγορος» στο «Ανέκκλητον Κριτήριον» που συστήθηκε με το από 15 Δεκεμβρίου 1828 ψήφισμα του Κυβερνήτου «Περὶ διοργανισμοῦ τῶν δικαστηρίων», παρέμεινε δε στη θέση αυτή μέχρι τον Ιούλιο 1830, οπότε παραιτήθηκε λόγω διαφωνίας του με τον Κυβερνήτη. Με την από 29 Νοεμβρίου 1829 αναφορά του προς τον Γραμματέα της Δικαιοσύνης υπέβαλε προτάσεις για την οργάνωση της Εισαγγελίας[1]. Υπήρξε ο συντάκτης του πρώτου Κ. Ποιν. Δ. υπό τον τίτλο «Ἐγκληματική Διαδικασία» (1829).
Κατά την πρώτη πανηγυρική συνεδρίαση του Ανεκκλήτου Κριτηρίου, που έγινε στο Αργός την 27ην Νοεμβρίου 1829, εκφώνησε σημαντικό «εἰσόδιον» λόγο. Μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ο πρώτος ανώτατος εισαγγελεύς και η αγόρευσή του εκείνη ως η πρώτη εισαγγελική αγόρευση στην Ελλάδα. Μετά την παραίτηση του δικηγόρησε και υπερασπίσθηκε τους κατηγορουμένους κατά τις ιστορικές δίκες του Κανέλλου Δεληγιάννη το έτος 1831 και του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη και Δημητρίου Πλαπούτα κατά το έτος 1834. Είχε στενό σύνδεσμο με την οικογένεια των Μαυρομιχαλαίων και το έτος 1833 νυμφεύθηκε τη χήρα του Γεωργίου Μαυρομιχάλη Διαμαντούλα (το γένος Νοταρά).
Διατέλεσε Υπουργός Δικαιοσύνης, Σύμβουλος Επικρατείας Γερουσιαστής, καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και Πρόεδρος της επιτροπής που συνέταξε το από 23 Φεβρουαρίου 1835 Β.Δ. με το οποίο εισήχθη στη χώρα το Αστικό Δίκαιο των βυζαντινών αυτοκρατόρων[2]. Με το από 11 Ιανουαρίου 1835 Β.Δ. (ΦΕΚ 1, 11-1-1835) διορίσθηκε πρώτος Πρόεδρος του Αρείου Πάγου. Παύθηκε από την κυβέρνηση Κωλέττη με το από 3 Απριλίου 1847 Β.Δ. και στη θέση του διορίσθηκε ο μέχρι τότε Πρόεδρος Εφετών Αθηνών Ιωάννης Σωμάκης. Αναδιορίσθηκε όμως Πρόεδρος του Αρείου Πάγου με το από 20 Απριλίου 1848 Β.Δ. με το οποίο ο Ιωάννης Σωμάκης διορίσθηκε Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου. Η εφημερίδα «Ελπίς» έγραψε ότι «ἡ ἐλευθεροτυπία εὓρισκεν ἐν τᾦ Ἀρείῳ Πάγῳ, τοῦ ὁποίου προήδρευεν ὁ μακαρίτης, τὴν δικαστικὴν ἐκείνην ἀνεξαρτησίαν, ἥτις δίδει θάρρος εἰς τὸν δικαζόμενον καὶ θέτει φραγμὸν εἰς τὸ αὐθαίρετον τῆς ἐξουσίας»[3].
Η εφημερίδα «Αθηνά»[4], με αφορμή την αποκατάσταση του στη θέση του Προέδρου του Αρείου Πάγου, τον χαρακτηρίζει άνθρωπο απολαύοντα την υπόληψη του κοινού για τον ανεπίληπτο χαρακτήρα και την τιμιότητα του, ενώ η εφημερίδα «Θρίαμβος» του Συντάγματος[5], με αφορμή την παύση του από τη θέση του Προέδρου του Αρείου Πάγου, τον χαρακτηρίζει ένα «των αισχρότερων οργάνων των μαύρων και αγρίων παθών» της αντιπολίτευσης και συνεχίζεις «τὴν παύσιν του ἐπροκάλεσε πρὸ πολλοῦ χρόνου ἀνυπέρβλητος κοινωνική ἀνάγκη, διότι ὁ Κλονάρης, ἄνθρωπος τῳόντι μέθυσος καὶ διεφθαρμένος καὶ εἰς τὸν ἔσχατον βαθμόν ἐκπεφαυλισμένος ἀπό τὸν φατριασμόν, ὕψωσεν ἐξ ἀρχῆς, ὁμοῦ μὲ τὸν ἄθλιον Πολυζωΐδην, ἐπικεφαλῆς τοῦ Ἀρείου Πάγου ὡς μίαν σημαίαν ἀνταρσίας ἐναντίον τῆς Κυβερνήσεως καὶ ὅλου τοῦ ἐπικρατεστέρου μέρους τοῦ ἔθνους, καὶ ἐκεῖθεν ὡς ἐκ φοβεροῦ προμαχώνος κατεπολέμει τὴν κυβέρνησιν καὶ τὸ ἔθνος. Ἐσήποντο ἐπ’ ἄπειρον χρόνον αἱ ὑποθέσεις εἰς τον Ἄρειον Πάγον καὶ δὲν διεκπεραίωνε καμμίαν, εἰμὴ ὅταν ἐπρόκειτο νὰ ἐκδώση βανδαλικήν καὶ καταχθόνιον τινά ἀπόφασιν διὰ νὰ καταστρέψει ἀδυσωπήτως πολίτην τινά, ἀνήκοντα, εἰς τὸ ἐπικρατοῦν σύστημα καὶ νὰ θυσιάσῃ εἰς κανένα συμφατριαστήν του τὴν περιουσίαν ἤ τὴν τιμήν του θύματός του, ὁδηγούμενος ἀπό μόνον τὸ πάθος τοῦ φατριασμοῦ του… Ἡ δικαιοσύνη εἶχε βεβηλωθεί εἰς τὸν ἔσχατον βαθμόν, ἡ κοινωνία πρὸ πολλοῦ ἐστέναζεν…».
Η εφημερίδα «Αιών»[6], με αφορμή τον θάνατο του, έγραψε ότι κατά την κηδεία του «ἡ πόλις τῶν Ἀθηνῶν ἔδειξε πολλήν καὶ δικαίαν συναίσθησιν διά τὴν στέρησιν ἑνός διακεκριμμένου, διὰ τὴν ἀκεραιότητα τοῦ χαρακτήρος του, δικαστικοῦ».
Ο Αναστάσιος Πολυζωΐδης[7], κατά τον επιτάφιο λόγο που εκφώνησε, είπε ότι ο Κλονάρης ανήκεν στους ολίγους «…διὰ τῶν ὁποίων τὴν παιδείαν καὶ ἀρετήν ἡ πατρίς μας δικαίως σεμνύνεται… Καὶ ὡς Δικαστής καὶ ὡς Γερουσιαστής δὲν ἔδειξεν, εἰμή ἕνα καὶ τὸν αὐτόν χαρακτήρα πάντοτε τὸν χαρακτήρα τοῦ τιμίου Ἕλληνος, τοῦ ἀκραιφνοῦς πατριώτου… Κατά τὴν πολιτικὴ του διαγωγὴν ἦτο μετριοπαθής… Τὸ μέγα τοῦ ἀνδρός προτέρημα ἦτο τὸ φιλοδίκαιόν του τὸ ὁποίον οὐδέποτε εἰς οὐδεμίαν πλαγίαν σκέψιν, εἰς οὐδεμίαν ἐπιρροήν ὑπεχώρει».
Ο Π. Αργυρόπουλος, στη νεκρολογία του[8], γράφει ότι ο Κλονάρης «…εἴτε δικάζων εἴτε ὑπερασπίζων ὑποδίκους, εἴτε καταδιώκων ἐνόχους, εἴτε διοικών τὰ δικαστικὰ πράγματα… ἔφερεν ἀείποτε πνεύμα εὐθύτητος καὶ ἐπιεικείας, πνεύμα ὁλοτελούς ἀμεροληψίας… θὰ ἦτο ὐβρις νὰ εἴπωμεν ὁτι ἦτο ἀπλώς ἀδωροδόκητος, διότι τὸ ἀδωροδόκητον εἰναι αὐτονόητον στοιχεῖον τοῦ δικαστοῦ. Ἦτο ὃμως ὑπέρτερος καὶ τῶν ἐμμέσων δωροδοκιῶν, δηλαδή τῶν ἐπιρροών τῆς ἐξουσίας».
* βλ. “Η Εισαγγελία” του Παναγιώτη Γ.Δημόπουλου, Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου ε.τ. , β΄έκδοση σελ.151
1 Γενικά Αρχεία του Κράτους (φάκελλος Υπουργείου Δικαίου, 15-30 Νοεμβρίου 1829)