ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΗΛΙΑ ΚΙΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ (1950-1962) *
Γεννήθηκε στην Ανδρίτσαινα Ολυμπίας. Εισήλθε στο δικαστικό κλάδο το 1917 και το έτος 1935 προήχθη σε Εφέτη. Κατά τα έτη 1938-1939 διατέλεσε προϊστάμενος των υπηρεσιών του Πρωτοδικείου Αθηνών. Το 1939 προήχθη σε Αντεισαγγελέα και το 1950 σε Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Το «Νέον Δίκαιον»[1], στο πρόσωπό του διέβλεψε «τον πανδερκή οφθαλμόν τον εφορεύοντα των δικαστικών ημών πραγμάτων ».
Aποχώρησε από την υπηρεσία το 1962 λόγω συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας. Επί τη αποχωρήσει του από την Εισαγγελία η «Εφημερίς Ελλήνων Νομικών»[2] έγραψε ότι «…παντού όπου ετάχθη, απέδειξεν εαυτόν ικανώτατον. Προικισμένος δε με μόρφωσιν γενικωτέραν και πνευματικήν καλλιέργειαν ου την τυχούσαν, με νουν ελεύθερον και σκέψιν ανεξάρτητον, υπήρξεν ιδανικός δικαστικός λειτουργός, φροντίζων της ακριβείας των νόμων χωρίς άλλην παρόρμησιν πλην της συνειδήσεως του ορθού και του ίσου εν τη απονομή της Δικαιοσύνης και την εφαρμογή του δικαίου ως ρυθμού κοινωνικού». Το 1945 ανέλαβε τη διεύθυνση του ελληνικού γραφείου Εγκληματιών Πολέμου και με την ιδιότητά του αυτή αντιπροσώπευσε τη χώρα στη δίκη της Νυρεμβέργης ως βοηθός κατηγόρου κατά την εκδίκαση της δεύτερης σειράς εγκληματιών πολέμου. Παράλληλα επιμελήθηκε τη σύνταξη και έκδοση της Ελληνικής βίβλου για τα διαπραχθέντα στη χώρα μας εγκλήματα πολέμου κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής (Les atrocites des quatre envahisseurs de la Grece).
Την περίοδο Αυγούστου-Οκτωβρίου 1951 διετέλεσε Υπουργός Εσωτερικών υπηρεσιακής Κυβέρνησης. Τον Οκτώβριο 1952 του ανατέθηκε ο σχηματισμός υπηρεσιακής κυβέρνησης η οποία διεξήγαγε τις βουλευτικές εκλογές της 16ης Νοεμβρίου 1952. Τιμήθηκε με τον Μεγαλόσταυρον του Φοίνικος και τον Ανώτερον Ταξιάρχην του Γεωργίου[3], Με την υπ’ αριθμ. 107/30.5.1967 πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου διορίσθηκε μέλος της 20μελούς Επιτροπής X. Μητρέλια στην οποία το δικτατορικό καθεστώς είχε αναθέσει τη σύνταξη σχεδίου Συντάγματος.