ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΚΩΝΣΤ. ΜΠΛΕΤΣΑΣ (1974-1977) *

    Γεννήθηκε στη Μονεμβασιά. Το 1927 αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και δικηγόρησε στην Αθήνα έως το 1935 κατά το οποίο εισήλθε στο δικαστικό σώμα. Κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 υπηρέτησε ως έφεδρος μάχιμος υπολοχαγός και τιμήθηκε με το παράσημο του χρυσού σταυρού μετά ξιφών. Υπηρέτησε σε πολλά δικαστήρια της χώρας. Κατά την υπηρεσία του στο Πρωτοδικείο Ηρακλείου (το έτος 1937) επιμελήθηκε την έκδοση, με ερμηνευτικά σχόλια και νομολογιακή ενημέρωση, του περί εκτελέσεως τμήματος της Κρητικής Πολιτικής Δικονομίας η οποία ίσχυε στην Κρήτη έως την εισαγωγή του ισχύοντος Κ. Πολ. Δικονομίας. Προήχθη το 1949 σε Πρόεδρο Πρωτοδικών, το 1954 σε εφέτη, το 1967 σε Πρόε­δρο εφετών και το 1968 σε Αρεοπαγίτη. Κατά τη διάρκεια της δικτα­τορίας επέδειξε υψηλό φρόνημα ανεξαρτησίας, μειοψήφισε στην έκδο­ση της υπ’ αριθμ. 496/1970 αποφάσεως της ολομέλειας του Αρείου Πάγου με την οποία κρίθηκε ότι η υπ’ αριθμ. 1825/1969 απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ, που είχε ακυρώσει την απόλυση του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Γεωργίου Ξενάκη, ήταν άκυρη και μή δεσμευτική.

    Μετά την μεταπολίτευση της 24ης Ιουλίου 1974, κατά μήνα Σε­πτέμβριο, προήχθη σε Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και διηύθυνε την Εισαγγελία έως το τέλος του Ιουνίου 1977 που συμπλήρωσε το συνταγματικώς ορισμένο όριο ηλικίας για την αποχώρηση από την υπη­ρεσία. Όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του απηύθυνε, προς όλους τους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς, εγκύκλιο με την οποία επισήμανε τον κλονισμό της εμπιστοσύνης του λαού προς τη Δικαιο­σύνη, λόγω πράξεων και παραλείψεων των λειτουργών της κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, καθώς και το καθήκον όλων να συμβάλλουν στην ανάκτηση της εμπιστοσύνης του λαού1.

    Ολίγους μήνες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, κατά μήνα Νοέμβριο 1975, υπέβαλε στο Υπουργείο Δικαιοσύνης αναφορά με συ­γκεκριμένες προτάσεις για τη βελτίωση του συστήματος εισόδου στο δικαστικό σώμα και την ίδρυση «Κέντρου Δικαστικών Σπουδών» για την επιμόρφωση των δικαστικών λειτουργών.

    Οι περιστάσεις, κατά την πρώτη μεταπολιτευτική τριετία, ήταν εξαιρετικά δύσκολες αφ’ ενός μεν διότι η Δικαιοσύνη είχε εξέλθει με μειωμένο το κύρος της από τη στήριξη που μερικά στελέχη της είχαν παράσχει στη δικτατορία, αφ’ ετέρου δε εκαλείτο να δικάσει τα αποδοθέντα στη χούντα εγκλήματα, της κατάλυσης του δημοκρατικού πο­λιτεύματος, τις διώξεις και τους βασανισμούς των πολιτών που είχαν εκδηλώσει την αντίθεσή τους στο δικτατορικό καθεστώς, αλλά και να αποβάλει από τις τάξεις της τα φιλοδικτατορικά στοιχεία και να αποκαταστήσει, ηθικά και υπηρεσιακά, τους διωχθέντες από την δικτατο­ρία δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς. Και όλα αυτά μέσα σε ένα κλίμα έντονης πολιτικοποίησης και επίμονης απαίτησης του λαού για «αποχουντοποίηση».

   Μέσα στο κλίμα αυτό πολλές υπηρεσιακές του επιλογές και ενέρ­γειες έδωσαν αφορμές να γίνει αντικείμενο έντονης κριτικής και αμφι­σβήτησης από τις πολιτικές δυνάμεις της αντιπολίτευσης, τον τύπο, τον νομικό κόσμο και άλλους φορείς κοινωνικής και πολιτικής έκφρα­σης. Πολλές ενέργειές του εξηγούνται από τη βασική θέση που είχε ότι το στασιαστικό κίνημα της 21ης Απριλίου 1967 είχε επικρατήσει και είχε γίνει αποδεκτό από τον λαό και επομένως είχε δημιουργήσει δί­καιο, θέση την οποία είχαν δεχθεί και τα ανώτατα δικαστήρια της χώ­ρας. Θα μπορούσε να επισημάνει κανείς, ως θέσεις και ενέργειές του που προκάλεσαν οξεία κριτική και αμφισβήτηση του ρόλου του, τις ακόλουθες:

1.   Κατ’ αρχήν ήταν αντίθετος προς την αποκατάσταση των δικαστι­κών και εισαγγελικών λειτουργών οι οποίοι, κατά τη διάρκεια της δι­κτατορίας, είχαν εξαναγκασθεί σε παραίτηση. Συνεπής προς τη βασική αυτή θέση του, με σχετική έκθεσήτου προς το Α.Δ.Σ., που προβλεπόταν από το άρθρο 11§2 εδάφ. β της από 4/5.9.1974 Σ.Π. «περί αποκαταστάσεως της τάξεως και ευρυθμίας εν τη Δικαιοσύνη», πρότεινε την απόρριψη όλων των αιτήσεων αποκαταστάσεως των εξαναγκασθέντων σε παραίτηση με την αιτιολογία ότι κανείς από αυτούς δεν είχε εξαναγκασθεί σε παραίτηση.

2.    Με την από 1.5.1975 αίτησή του ζήτησε την αναίρεση του υπ’ αριθμ. 335/30.4.1975 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών το οποίο, με ψήφους 44 κατά 38, είχε κρίνει ότι το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας ήταν διαρκές. Με την αναίρεση και την πρότασή του ενώ­πιον της Ολομελείας του Αρείου Πάγου υποστήριξε, ότι η κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος από τη χούντα των συνταγματαρχών ήταν έγκλημα στιγμιαίο, άποψη την οποία δέχθηκε, με ψήφους 20 κατά 9, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με το υπ’ αριθμ. 684/1975 βούλευμά της2. Η άσκηση της αναιρέσεως και η αποδοχή αυτής από την Ολομέ­λεια του Αρείου Πάγου προκάλεσε την αποδοκιμασία και οξεία κριτι­κή όλης της αντιπολίτευσης, του Δ.Σ.Α., μεμονωμένων νομικών και μερίδας του Τύπου.

3.    Εκτιμώντας ότι οι από τον τύπο και άλλους φορείς διατυπούμενες επικρίσεις υπηρεσιακών ενεργειών της Δικαιοσύνης κατατείνουν εις επηρεασμό και καταπτόηση των δικαστικών λειτουργών, με το υπ’ αριθμ. 6427/6.12.1975 έγγραφό του, ζήτησε τη σύγκληση της Ολομε­λείας του Αρείου Πάγου προκειμένου να ενισχυθεί το φρόνημα αντί­στασης των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών και να επισημανθεί ο κίνδυνος για τη Δικαιοσύνη και τη Δημοκρατία τον οποίον, κατά την εκτίμησή του, ενείχε η επίκριση ενεργειών της Δικαιοσύνης. Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, με την υπ’ αριθμ. 70/23.12/1975 απόφα­σή της, αποφάνθηκε ότι δεν εμπίπτει στην κατά το άρθρο 81 του (τό­τε) ισχύοντος οργανισμού των Δικαστηρίων αρμοδιότητά της το ζήτη­μα επί του οποίου είχε κληθεί να λάβει θέση. Η ως άνω πρωτοβουλία του εκτιμήθηκε ως προσπάθεια περιορισμού του δικαιώματος κριτικής των ενεργειών της Δικαιοσύνης και προκάλεσε την αποδοκιμασία και επικριτικά σχόλια του Τύπου και άλλων φορέων πολιτικής και κοινω­νικής έκφρασης.

4.    Άσκησε αναίρεση υπέρ του νόμου κατά της υπ’ αριθμ. 3757/1976 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών η οποία είχε αθωώσει τους υπευθύ­νους αθηναϊκών εφημερίδων που είχαν καταδικασθεί για παράβαση διατάξεως του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών. ο οποίος, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 39 του ισχύοντος (τότε) αν.ν. 1092/1938 «περί Τύπου», είχε απαγορεύσει τη δημοσίευση ειδήσεων σχετικών με τις ενεργούμενες ανακριτικές πράξεις για τη διακρίβωση των υπαιτίων και των συνθηκών της δολοφονίας, την 3-12-1975 στο Π. Ψυχικό, του Αμερικανού αξιωματούχου της CIAΡ. Ουέλς. II αναίρεση αυτή έγινε δεκτή με την υπ’ αριθμ. 794/1976 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου.

5.    Με έγγραφό του προς τον προϊστάμενο της Εισαγγελίας Πρωτο­δικών Αθηνών και τον πρύτανη του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών είχε ζητήσει την ποινική και πειθαρχική δίωξη του καθηγητή της Νομικής Σχολής και βουλευτή Γεωργίου-Αλέξανδρου Μαγκάκη για περιύβριση του Αρείου Πάγου διότι την 19η Μαρτίου 1976, ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών εξεταζόμενος ως μάρτυς υπερασπίσεως του Νικ. Ψαρουδάκη, κατηγορουμένου για περιύβριση του Αρείου Πάγου, είχε εκφρασθεί καταφρονητικά για τον ΄Αρειο Πάγο και τα μέλη του τα οποία είχαν ψηφίσει ότι η εσχάτη προδοσία ήταν έγκλημα στιγμιαίο.

6.          Άσκησε την από 10-11-1976 πειθαρχική δίωξη κατά των εφετών X. Σαρτζετάκη, Κ. Αλεξοπούλου και Σ. Βάλλα οι οποίοι αποτέλεσαν την πλειοψηφία της υπ’ αριθμ. 12/20.8.1975 αποφάσεως του Πενταμε­λούς Εφετείου Αθηνών με την οποία απορρίφθηκε αίτηση των γερμα­νικών αρχών για την έκδοση του R. Pohle,  εκζητουμένου ως μέλους τρομοκρατικής οργανώσεως που δρούσε στην Γερμανία. Απέδωσε στους διωχθέντες εφέτες την κατηγορία ότι, κατά παραγνώριση βασι­κών ερμηνευτικών αρχών και δεδομένων, οφειλομένη σε κουφότητα και βαριά αμέλειά τους, είχαν δεχθεί ότι το έγκλημα για το οποίο εζητείτο η έκδοση ήταν πολιτικό. Η πειθαρχική αυτή δίωξη προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων και διαμαρτυριών εκ μέρους του πολιτικού κό­σμου, της Ενώσεως Δικαστών και Εισαγγελέων, της Νομικής Σχολής Αθηνών και των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας. Σε συζητήσεις που έγιναν στη Βουλή, κατά τις συνεδριάσεις της 6ης και 8ης Δεκεμβρίου 1976 και 15 Φεβρουάριου 1977,η δίωξη αυτή κατακρίθηκε από όλη την αντιπολίτευση και εμμέσως, πλην σαφώς, αποδοκιμάσθηκε από τον πρωθυπουργό Κων. Καραμανλή ο οποίος την χαρακτήρισε «ατυχή», καθώς και τον Υπουργό Δικαιοσύνης ο οποίος δήλωσε ότι «…αν  ήμουν εγώ στη θέση του κ. εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δεν θα προέβαινον εις την ενέργειαν αυτήν». Η κυβέρνηση, για να κοπάσει ο θόρυβος που είχε προκληθεί από τη δίωξη, εισήγαγε στη Βουλή σχέδιο νόμου και ψηφίσθηκε ο ν. 500/1976 με τον οποίο ορίσθηκε ότι οι πειθαρχικές παραβάσεις που αποδόθηκαν στους διωχθέντες δικαστικούς λειτουρ­γούς δεν διώκονται, οι σχετικές δικογραφίες τίθενται στο αρχείο και το αποδοθέν σ’ αυτούς πειθαρχικό παράπτωμα δεν λαμβάνεται υπόψη ως στοιχείο κρίσεως περί της υπηρεσιακής καταστάσεώς τους. Βέβαια, η ρύθμιση αυτή αντιβαίνει στη συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της αυτοδιοικήσεως της Δικαιοσύνης.

7.   Με την υπ’ αριθμ. 6/23.3.1977 γνωμοδότησή του προς το Υπουρ­γείο Δημοσίας Τάξεως αναφέρθηκε στην έννοια και το περιεχόμενο του πανεπιστημιακού ασύλου, ειδικότερα δε στο ζήτημα αν η αστυνο­μική αρχή έχει ανάγκη αδείας των πανεπιστημιακών αρχών να παρέμβει στους χώρους του ασύλου όταν εις αυτούς έχει διαπραχθεί ή δια- πράττεται έγκλημα ή δημιουργείται κατάσταση ενέχουσα τον κίνδυνο εγκληματικών πράξεων εξ επαγγέλματος διωκόμενων. Η επί των ζητημάτων αυτών γνώμη του, ιδίως δε η αναφορά του ότι «ο όρος πανε­πιστημιακόν άσυλον δεν αναφέρεται εις νόμον τινά», προκάλεσε ευρεία συζήτηση και επικριτικά σχόλια πανεπιστημιακών δασκάλων, πο­λιτικών, του Τύπου, του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών και φοιτητι­κών οργανώσεων.

   Μετά την έξοδό του από την υπηρεσία συνέγραψε τα βιβλία: α) «Η Ελληνική Δικαιοσύνη – βορά της μεταπολιτευτικής υστερίας και μυθο­πλασίας» και β) «Δικαιοσύνη – ώρα μηδέν», στα οποία εκθέτει την κατάσταση και τα προβλήματα της Δικαιοσύνης κατά τη μεταπολιτευ­τική περίοδο. 

* βλ.  “Η Εισαγγελία” του Παναγιώτη Γ.Δημόπουλου, Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου ε.τ. , β΄έκδοση σελ.199

———–

1 EEN, έτος 41ον , σελ.831 επομ.

2 ΝΟΒ, 23ο σελ.729 επομ.