ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Γ. ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ (1996-2001) *
Γεννήθηκε στην Καλογερόρραχη Μεσσηνίας. Αποφοίτησε το 1953 από το Γυμνάσιον Αρρένων Καλαμάτας και το 1959 από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Διορίσθηκε τον Ιανουάριο του 1962 δικηγόρος στο Πρωτοδικείο Καλαμάτας και τον Ιούνιο του ίδιου έτους πάρεδρος στο Πρωτοδικείο Αθηνών.
Τον Μάιο του 1965 προήχθη σε Πρωτόδικη και τοποθετήθηκε στο Πρωτοδικείο Ηρακλείου. Τον Ιανουάριο του 1969 μετατέθηκε στο Πρωτοδικείο Αθηνών στο οποίο υπηρέτησε μέχρι της προαγωγής του, κατά μήνα Απρίλιο του 1975, σε Πρόεδρο .Πρωτοδικών Δράμας. Το Δεκέμβριο του 1978 μετατέθηκε στο Πρωτοδικείο Ηλείας στο οποίο υπηρέτησε μέχρι της προαγωγής του, κατά μήνα Σεπτέμβριο του 1979, σε Εφέτη Ναυπλίου. Τον Απρίλιο του 1983 μετατέθηκε στο Εφετείο Αθηνών. Κατά τη διετία 1987-1989 διετέλεσε προϊστάμενος των υπηρεσιών του Πρωτοδικείου Αθηνών. Προήχθη, κατά μήνα Απρίλιο του 1990, σε Πρόεδρο Εφετών Πειραιώς, κατά μήνα Ιούλιο του 1992 σε Αρεοπαγίτη και κατά μήνα Ιούλιο του 1996 σε Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Αποχώρησε από την ενεργό υπηρεσία, λόγω συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας, στο τέλος Ιουνίου του 2001. Κατά το έτος 1975 του ανατέθηκαν και ήσκησε καθήκοντα δημάρχου Γλυφάδας. Διετέλεσε πρόεδρος της Επιτροπής απολυθέντων ή εξαναγκασθέντων (κατά την διάρκεια της δικτατορίας) σε παραίτηση υπαλλήλων ν.δ. 76/1974 και πρόεδρος του Υπηρεσιακού και Πειθαρχικού Συμβουλίου της Προεδρίας της Δημοκρατίας. Κατά μήνα Νοέμβριο 1985 διορίσθηκε Πρόεδρος ειδικής νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, αποτελούμενης από τους Προέδρους των Δικηγορικών Συλλόγων στις έδρες των οποίων εδρεύει εφετείο και υπηρεσιακούς παράγοντες, για τη μελέτη και υποβολή προτάσεων, υπό μορφή σχεδίου νόμου, περί: 1) του τρόπου εξόδου από το δικηγορικό λειτούργημα συνταξιούχων άλλων κλάδων, 2) της καθιέρωσης χρονικού ορίου υποχρεωτικής εξόδου από το δικηγορικό λειτούργημα, 3) του χωρισμού των εμμίσθων δικηγόρων του δημόσιου τομέα από τους δικηγόρους της ελεύθερης δικηγορίας, και 4.) της πρακτικής άσκησης των ασκουμένων δικηγόρων. Κατά μήνα Απρίλιο 1985 διορίσθηκε μέλος της ειδικής νομοπαρασκευαστικής επιτροπής για τη σύνταξη σχεδίου κώδικα του δικαστικού σώματος των ενόπλων δυνάμεων. Διετέλεσε μέλος-εισηγητής της Αναθεωρητικής Επιτροπής του σχεδίου κώδικα για την επιθεώρηση των δικαστικών λειτουργών και υπαλλήλων, εξ αφορμής της ενασχόλησης του αυτής συνέταξε τη μελέτη «Η επιθεώρηση των δικαστικών λειτουργών και η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης»[1]. Κατά μήνα Σεπτέμβριο 1986 επισκέφθηκε το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και ενημερώθηκε για την οργάνωση και λειτουργία του. Διετέλεσε μέλος πολλών επιστημονικών σωματείων.
Κατά τη διάρκεια της θητείας του στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου: Ήσκησε αναίρεση υπέρ του νόμου κατά αποφάσεως διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων η οποία είχε απαγορεύσει την κυκλοφορία του λεξικού Γ. Μπαμπινιώτη. Υποστήριξε ότι είναι παράνομος ο υπό των Τραπεζών μονομερής υπολογισμός τόκου επί τόκων («πανωτόκια»). Υποστήριξε ότι τα ελληνικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να κρίνουν αγωγές κατά του Γερμανικού Δημοσίου αφορώσες αποζημίωση παθόντων από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής. Ήσκησε αναίρεση κατά κατηγορουμένων και υποστήριξε ότι η με το άρθρο 25§ 1 Ιουν. 2721/1999 εξάλειψη του αξιοποίνου πράξεων παρακώλυσης συγκοινωνιών εκ μέρους αγροτών υποκρύπτει αμνηστία κοινών (μη πολιτικών) εγκλημάτων και επομένως αντιβαίνει στο άρθρο 47§§3 και 4 του ισχύοντος Συντάγματος.
Παρήγγειλε τη διενέργεια ευρείας έρευνας για την, πιστή ή μη, διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων των κοινωφελών ιδρυμάτων και την αναζήτηση ευθυνών κρατικών οργάνων για την κατάσταση των οδών σε τμήματα αυτών στα οποία συμβαίνουν συχνά ατυχήματα,
Μετέσχε και κατέθεσε εισηγήσεις: Στις συναντήσεις των προέδρων και εισαγγελέων των ανωτάτων δικαστηρίων των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έγιναν στην Αθήνα (τον Νοέμβριο 1996), στη Στοκχόλμη (τον Μάιο 1998), στο Παρίσι (τον Δεκέμβριο 2000), των Γενικών Εισαγγελέων των κρατών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης που έγιναν στην Οχρίδα (τον Οκτώβριο 1999) και στη Σόφια (τον Οκτώβριο 2000), στο πρώτο παγκόσμιο συνέδριο των Εισαγγελέων που έγινε στο Σάο Πάολο της Βραζιλίας (τον Σεπτέμβριο 2000).
Επισκέφθηκε επίσημα: τον Γενικό Εισαγγελέα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (τον Αύγουστο 1997) και τον Γενικό Εισαγγελέα της Ρωσικής Ομοσπονδίας (τον Δεκέμβριο 2000). Δέχθηκε σε συνεργασία αντιπροσωπεία της Γενικής Εισαγγελίας της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (τον Ιούνιο 1997), τον Γενικό Εισαγγελέα της Ρωσικής Ομοσπονδίας (τον Δεκέμβριο 1998), τον Γενικό Εισαγγελέα της Αλβανίας (τον Ιούλιο 1998) , τον Γενικό Εισαγγελέα της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (τον Αύγουστο 1999), την Εισαγγελέα του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για τις παραβιάσεις του ανθρωπιστικού δικαίου στο έδαφος της πρώην Γιουγκοσλαβίας (τον Οκτώβριο 2000). Δέχθηκε την επίσημη επίσκεψη του Γενικού Εισαγγελέα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (τον Ιούνιο 2001). Παράλληλα προς την άσκηση των υπηρεσιακών καθηκόντων του, επιδόθηκε στη μελέτη της αρχαιοελληνικής γραμματείας, ιδιαίτερα δε των έργων των αττικών ρητόρων. Δείγμα της επίδοσής του αυτής είναι και η μελέτη του «Σύγχρονα νομικά ζητήματα από την Β’ τετραλογία του Αντιφώντος»2.
Τις σημαντικότερες αγορεύσεις, γνωμοδοτήσεις, εισηγήσεις, εγκυκλίους, διαλέξεις και προσφωνήσεις-χαιρετισμούς του συγκέντρωσε σε ειδικό τόμο και δημοσίευσε υπό τον τίτλο «Σύμμεικτα». Συνέγραψε και δημοσίευσε την ανά χείρας πραγματεία περί της «εισαγγελίας».
Έχει τιμηθεί από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας με τον ανώτερο Ταξιάρχη του Τάγματος της Τιμής, από τον Οικουμενικό Πατριάρχη με τον Χρυσό Σταυρό του Αποστόλου Ανδρέου και από τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας με τον Τίμιο Σταυρό Α’ Τάξεως του Αποστόλου Μάρκου.
* βλ. “Η Εισαγγελία” του Παναγιώτη Γ.Δημόπουλου, Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου ε.τ. , β΄έκδοση σελ.215