Ανδρέας Χ. Τούσης *
1954 – 1968
Γεννήθηκε στο Θεσπρωτικό (Λέλοβα) Πρέβεζας. Αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών με το βαθμό «Άριστα». Δικηγόρησε στην Αθήνα και το έτος 1926 διορίσθηκε Ειρηνοδίκης. Το 1929 μετέσχε στον διαγωνισμό για την πρόσληψη Δικαστικών Παρέδρων και πέτυχε πρώτος. Το ίδιο έτος πέτυχε και στον διαγωνισμό για την πρόσληψη εισηγητών του ΣτΕ. Προτίμησε όμως τον κλάδο της τακτικής (πολιτικής και ποινικής) Δικαιοσύνης και το 1930 διορίστηκε Πάρεδρος Πρωτοδικών. Προήχθη το 1931 σε Πρωτοδίκη, το 1945 σε Πρόεδρο Πρωτοδικών Αθηνών, το 1949 σε Εφέτη και το 1954 σε Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Στη θέση αυτή υπηρέτησε μέχρι την 29η Μαΐου 1968 κατά την οποία απολύθηκε, κατά τον μεγάλο διωγμό των δικαστικών λειτουργών από τη στρατιωτική δικτατορία, μετά την αναστολή της ισοβιότητος με την ΚΔ΄/28.05.1968 Σ.Π. «περί εξυγιάνσεως της Τακτικής Δικαιοσύνης». Την προτεραία της απολύσεώς του κλήθηκε από τον αντιπρόεδρο της δικτατορικής κυβερνήσεως ο οποίος του ζήτησε να παραιτηθεί διότι «δεν ήταν συνεργάσιμος». Αρνήθηκε να παραιτηθεί και έτσι επακολούθησε η απόλυσή του. Μετά την κατάρρευση της δικτατορίας και τη μεταπολίτευση του Ιουλίου 1974, κατ’ εφαρμογήν των ρυθμίσεων της από 4/5.9.1974 Σ.Π. «περί αποκαταστάσεως της τάξεως και ευρυθμίας εν τη Δικαιοσύνη», αποκαταστάθηκε αυτοδικαίως στο βαθμό του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου και προήχθη αναδρομικά σε Εισαγγελέα του Αρείου ΙΙάγου, αλλά δεν επανήλθε στην ενεργό υπηρεσία διότι είχε συμπληρώσει το υπό του Συντάγματος ορισμένο όριο ηλικίας.
Το έτος 1945, όταν υπηρετούσε ως πρόεδρος πρωτοδικών Αθηνών, αποσπάστηκε και τοποθετήθηκε Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Ο. Δημ. Μαργέλλος[1] μαρτυρεί ότι από τη θέση αυτή συνέβαλε στη ρύθμιση που εισήγαγε ο ν. 721 της 10/10 Δεκεμβρίου 1945 «περί ορίου ηλικίας δικαστικών λειτουργών» με τον οποίο μειώθηκε το όριο ηλικίας και απομακρύνθηκαν πολλοί ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί. Την ίδια πληροφορία δίδει και ο Ν. Θηβαίος[2] ο οποίος έγραψε ότι «…εκκοκιστής του γήρατος -ο Γενικός Γραμματεύς του Υπουργείου- ετάχθη αρτιπαγής Πρόεδρος Πρωτοδικών, εκ των αρίστων ατυχώς…».
Από την ίδια θέση όμως, σε συνεργασία με τον Υπουργό Δικαιοσύνης Κων. Ρέντη και τον Υφυπουργό Γεώργιο Μαύρο, συνετέλεσε στην αποτροπή της εκτέλεσης εκατόν σαράντα θανατοποινιτών οι οποίοι είχαν καταδικασθεί από τα έκτακτα στρατοδικεία Θεσσαλονίκης. Επίσης, κατά τον Μάρτιο 1946, διευκόλυνε και προώθησε την ομαδική μεταγωγή, από τις φυλακές Γυθείου στις φυλακές Αίγινας, διακοσίων ενενήντα αριστερών κρατουμένων οι οποίοι, κατά τις εκτιμήσεις του τότε Εισαγγελέως Πρωτοδικών Γυθείου Παύλου Δελαπόρτα, κινδύνευαν να δολοφονηθούν αδίκαστοι από παρακρατικά στοιχεία της δεξιάς που δρούσαν στην περιοχή της Λακωνίας[3].
Το έτος 1952, όταν υπηρετούσε στο Εφετείο Αθηνών, ανέλαβε τη Διεύθυνση του Γραφείου Εγκληματιών Πολέμου και ανέπτυξε έντονη δραστηριότητα, εδώ και στη Γερμανία, για την ανεύρεση και σύλληψη εγκληματιών πολέμου. Αποτέλεσμα των ενεργειών του ήταν και η σύλληψη στην Ελλάδα, τον Απρίλιο του 1957, του Γερμανού εγκληματία πολέμου Μαξ Μέρτεν τον οποίο, παρά τις πιέσεις που ασκήθηκαν για την παράδοσή του στις γερμανικές δικαστικές αρχές, προφυλάκισε και παρέπεμψε ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων, με αποτέλεσμα να καταδικασθεί σε κάθειρξη είκοσι πέντε ετών.
Το έτος 1939 έλαβε εκπαιδευτική άδεια για την Ιταλία και Γαλλία. Με την κήρυξη του πολέμου διέκοψε την άδειά του. Το 1950 συνέχισε τις σπουδές του στην Ιταλία και Γαλλία και το 1951 αναγορεύτηκε διδάκτορας της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Παρισιού. Η διδακτορική του διατριβή με θέμα «La protection Légale de la femmes séduite» εγκρίθηκε με τον βαθμό «άριστα». Επί σειράν ετών είχε την εποπτεία του Συμπληρώματος Νομολογίας που εξέδιδε ο εκδοτικός οίκος«I. Ζαχαρόπουλος». Επιδόθηκε στη συστηματική ερμηνεία όλων των βιβλίων του Αστικού Κώδικα και δημοσίευσε ένα πλήρες σύστημα ερμηνείας του ισχύοντος αστικού δικαίου το οποίο σημαντικά βοήθησε (και βοηθεί) τη θεωρία και πράξη. Σε συνεργασία με τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου Α. Γεωργίου εξεπόνησε ερμηνεία του Ποινικού Κώδικα, ενώ σε συνεργασία με τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου Σταύρο Σταυρόπουλο συνέγραψε Εργατικό Δίκαιο. Δημοσίευσε ενδιαφέρουσες μελέτες σε πολλά νομικά περιοδικά, όπως: ιατροί – αστική ευθύνη[4], παραπλάνησις ανηλίκων εις χρέη[5], η έννοια των χρηστών ηθών κατά τον αστικό κώδικα[6], αυτοδικία εκ των γενικών αρχών του δικαίου[7], πράξεις in fraudem legis και εργατικόν δίκαιον[8], Δημόσιοι Υπάλληλοι de facto[9].
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Λεωνίδας Παπακαρυάς κατά την κηδεία του είπε: «…Ο Ανδρέας Τούσης υπήρξεν εξέχουσα δικαστική φυσιογνωμία, προικισμένος με το τάλαντον και την ψυχοσύνθεσιν του δικαστού, την ευψυχίαν και το θάρρος, την ευσυνειδησίαν και την ηθικήν ακεραιότητα, την οποίαν και εις κρισίμους στιγμάς της Δικαιοσύνης επέδειξεν…»[10].
* βλ. “Η Εισαγγελία” του Παναγιώτη Γ.Δημόπουλου, Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου ε.τ. , β΄έκδοση σελ.193
[1] Δημ. Μαργέλλος, Η Ελληνική Δικαιοσύνη, σελ. 115-116.
[2]Νέον Δίκαιον, 1ος, σελ. 278.
[3] Π.Δελαπόρτα, Το σημειωματάριο ενόςπιλάτου,σελ. 133-134, 140.
[4] ΕΕΝ, 13ος (1946), σελ. 301 επόμ.
[5] Θέμις Ξ’, σελ. 77 επόμ.
[6] ΕΕΝ, 23ος (1956), σελ. 226 επόμ.
[7] Αρχ. Νομολ. 1955, σελ. 625 επόμ.
[8] Επ. Εργ. Δ/.κ. 1942, σελ. 420 επόμ.
[9] ΕΕΝ, ΙΒ’ (1945), σελ. 54 επόμ.
[10] ΕΕΝ, 46ος (1979) , σελ. 133 επόμ.