Κωνσταντίνου Α. Βασιλείου
1876-1918
- Γεννήθηκε στην Καλαμάτα. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και συμπλήρωσε τις σπουδές του στη Γερμανία και Γαλλία, με ειδίκευση στο δικονομικό δίκαιο. Μετά τις σπουδές του άσκησε το δικηγορικό λειτούργημα, παράλληλα δε επιδόθηκε και στην καλλιέργεια της θεωρίας του δικονομικού δικαίου και εντάχθηκε στο διδακτικό προσωπικό της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, εξελίχθηκε σε τακτικό καθηγητή το 1911. Δίδαξε αστικό και ποινικό δικονομικό δίκαιο και συνέγραψε πολλές μελέτες και συγγράμματα, ειδικότερα δε: 1) «Περί ανατροπής των δικών», 2) «Αναθεώρησις του Συντάγματος», 3) «Η εξέλιξις της δικονομικής επιστήμης», 4) «Ποινικόν δικονομικόν δίκαιον», 5) «Περί του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως εν τω αστικώ δικονομικώ δικαίω» (α’ έκδοση 1906 και β’ έκδοση υπό Λουκά Γιδόπουλου 1931). Επιμελήθηκε της εκδόσεως και δημοσιεύσεως κωδίκων της ελληνικής νομοθεσίας και της συντάξεως προσχεδίου « Περί των γενικών βάσεων νέου οργανισμού των δικαστηρίων ».
- Η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου, κατ’ εφαρμογή του από 14/14 Ιουνίου 1917 Β.Δ. «Περί αναστολής πασών των συνταγματικών διατάξεων περί δικαστικών υπαλλήλων», απέλυσε τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ματθαίο Χατζάκο και διόρισε τον Κωνσταντίνο Α, Βασιλείου, ως έχοντα υπερδωδεκαετή προϋπηρεσία δικηγόρου (Β.Δ.της 17 Ιουλίου 1917, ΦΕΚ 156 τεύχος Γ της 19 Ιουλίου 1917), παρήγγειλε δε σε αυτόν να συμμετέχει στη διεθνή επιτροπή αποζημίωσης των ζημιωθέντων από τις βουλγαρικές ενέργειες. Ο Βασιλείου, προς εκτέλεση της κυβερνητικής εντολής, μετέβη στην Καβάλα όπου προσβλήθηκε από εξανθηματικό τύφο και απεβίωσε την 10 Φεβρουαρίου 1918. Έτσι έμεινε Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου «στα χαρτιά», χωρίς να δοθεί σ’ αυτόν η ευκαιρία να ασκήσει Εισαγγελικά καθήκοντα.