Γεώργιος Ν. Πλαγιανάκος *
1989-1993
Γεννήθηκε στο Γύθειο Λακωνίας. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το έτος 1956 μετέσχε σε διαγωνισμό Παρέδρων Πρωτοδικών για 15 θέσεις και επέτυχε πρώτος κατά σειρά επιτυχίας. Τοποθετήθηκε στο Πρωτοδικείο Αθηνών ως Πάρεδρος Πρωτοδικών και το έτος 1958 τοποθετήθηκε ως Πρωτόδικης στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, το δε έτος 1961 μετατέθηκε στο Πρωτοδικείο Αθηνών. Κατά το δικαστικό έτος 1968-1969 τοποθετήθηκε, με απόφαση του Α.Δ.Σ., ως Προϊστάμενος του Ειρηνοδικείου Αθηνών για την έναρξη εφαρμογής του από 16-9-1968 ισχύσαντος νέου Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Το έτος 1969 προήχθη σε Πρόεδρο Πρωτοδικών Αθηνών, το έτος 1972 προήχθη σε Εφέτη Θεσσαλονίκης και κατά το δεύτερο εξάμηνο του έτους 1974 μετατέθηκε στο Εφετείο Αθηνών. Με την από 24- 10-1978 απόφαση του Α.Δ.Σ. προήχθη σε Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και τον Ιούλιο του έτους 1989 προήχθη σε Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, παρέμεινε δε στην θέση αυτή μέχρι τις 30 Ιουνίου 1993, οπότε αποχώρησε της υπηρεσίας λόγω ορίου ηλικίας.
Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές επί δυόμισι χρόνια (κατά τα έτη 1959-1962) στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Αμβούργου, όπου ανακηρύχθηκε διδάκτωρ Νομικής με το βαθμό «magna cum laude» και με διδακτορική διατριβή στα γερμανικά υπό τον τίτλο «Die Entstehung des griechischen Zivilgesetzbuches» (214 σελίδες), η οποία, με δαπάνες του Πανεπιστημίου του Αμβούργου και του Max-Planck Institut fur auslandisches und Internationales privatrecht, δημοσιεύθηκε το έτος 1963 στην από Καθηγητές του Πανεπιστημίου του Αμβούργου εκδιδομένη επιστημονική σειρά «Hamburger Rechtsstudien».
Μετά την επάνοδό του και την επί τριετία υπηρεσία του στο Πρωτοδικείο Αθηνών, η ελβετική «Commission federale des bourses» του χορήγησε υποτροφία για μεταπτυχιακές σπουδές στην Ελβετία και κατ’ εφαρμογή του άρθρου 80 παρ. 5 του περί κωδικοποιήσεως των περί δικαστικών λειτουργών διατάξεων από 11/19 Μαρτίου 1957 Β.Δ. έλαβε εκπαιδευτική άδεια και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές επί ενάμισι έτος (κατά τα έτη 1964-1965) στις Νομικές Σχολές των Πανεπιστημίων της Ζυρίχης και της Γενεύης, μετά το πέρας των οποίων δημοσίευσε μελέτη υπό τον τίτλο «Το δικαίωμα επί της ίδιας προσωπικότητος ιδία εν τη νομολογία του Γερμανικού και τού Ελβετικού Ακυρωτικού»[1].
Έχει δημοσιεύσει και άλλες μελέτες, όπως για τα αγροτικά πταίσματα[2], για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό[3], για την υποθετική αιτιότητα4, για την υποχρέωση του εργοδότη προς απασχόλησή του μισθωτή5, για το διαχρονικό δίκαιο των περί αναγκαστικής εκτελέσεως διατάξεως του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας6.
Στις αρχές Δεκεμβρίου του έτους 2002 εκδόθηκε το βιβλίο του «Η τηλεοπτική μετάδοση της δίκης – Στοιχεία συγκριτικού δικαίου – Σκέψεις και προβληματισμοί» του οποίου έγινε επανειλημμένους μνεία και επίκληση κατά τη συζήτηση και ψήφιση του άρθρου 8 του ν. 3090/2002 για την υπό προϋποθέσεις τηλεοπτική μετάδοση των δικών7. Στον πρόλογο του εν λόγω βιβλίου του προαναγγέλλει την εκ μέρους του συγγραφή, για μελλοντική έκδοση, άλλου βιβλίου για τα δικαστικά συστήματα και τη δικαστική ανεξαρτησία σε διάφορες χώρες του κόσμου.
Το έτος 1975, ως Εφέτης Αθηνών, ήταν μέλος του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών (υπό την προεδρία του Εφέτη Ιωάννου Ντεγιάννη), το οποίο δίκασε και καταδίκασε τους πρωταίτιους του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967. Στη δίκη αυτή μειοψήφησε ως προς την επιβληθείσα ποινή του θανάτου στους τρεις πρωταίτιους του πραξικοπήματος για το έγκλημα της στάσης (άρθρο 65 του τότε ισχύοντος Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα). Στη μακρά αιτιολογημένη μειοψηφία του διατύπωσε τη γνώμη ότι το έγκλημα της στάσης, περιέχον παράβαση διατάξεως τεθειμένης προς εξασφάλιση μόνο της ενδιαφέρουσας την πολιτεία στρατιωτικής πειθαρχίας (χωρίς να εμπεριέχει καθ’ εαυτό και την χαρακτηρίζουσα τα σύνθετα πολιτικά εγκλήματα προσβολή ιδιωτικών δικαιωμάτων ή ατομικών εννόμων αγαθών) και τελεσθέν δια μιας πράξεως (σε αληθή κατ’ ιδέαν συρροή) με το κατ’ άρθρ. 134 του Ποινικού Κώδικα αμιγές πολιτικό έγκλημα της εσχάτης προδοσίας, κατέστη, ενόψει και των λοιπών παρομαρτουσών περιστάσεων, απλούν πολιτικό έγκλημα και ως εκ τούτου, κατά το άρθρο 7 παρ. 3 του Συντάγματος του έτους 1975, δεν επετρέπετο για το έγκλημα αυτό η επιβολή της ποινής του θανάτου.Για το λόγοαυτό ψήφισε τελικώς υπέρ του να επιβληθεί δύο φορές η ποινή των ισοβίων δεσμών (μια για το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας και μία για το έγκλημα της στάσης) στους τρεις πρωταιτίους του πραξικοπήματος.
Το έτος 1982, ως Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου, ενήργησε πανελλήνια έρευνα για τις διαιτησίες που είχαν αναλάβει κατά το παρελθόν οι δικαστικοί λειτουργοί από του βαθμού του Πρωτοδίκη μέχρι του βαθμού του Προέδρου Αρείου Πάγου (ο ίδιος, για λόγους αρχής, ουδέποτε εδέχθη να αναλάβει διαιτησία), το δε υποβληθέν στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και στο Υπουργείο Δικαιοσύνης πόρισμά του (υπ’ αριθμ. Ε.ΙΙ. 69/24-3-1982) προκάλεσε επί μακρόν δυσμενή και επικριτικά σχόλια του τύπου για το από δεκαετίες κρατούν τότε σύστημα ανάληψης διαιτησιών από δικαστές, με συνέπεια να θεσπιστούν διαδοχικώς διάφοροι περιορισμοί στις από τους δικαστές αναλαμβανόμενες διαιτησίες (π.χ. άρθρο 1 του Ν. 1816/1988, άρθρο 17 του Ν. 2331/1995 κ.λπ.), χωρίς όμως να θεσπισθεί νομοθετικώς και η προτεινόμενη με το ως άνω πόρισμα ρύθμιση, της εκδίκασης των διαιτησιών από δικαστές άνευ οποιασδήποτε αμοιβής, ως μια ιδιαίτερη διαδικασία.Επίσης, το έτος 1982, ως Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ενήργησε έρευνα για τη μασονία στους κόλπους του δικαστικού σώματος και με το υποβληθέν στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και στο Υπουργείο Δικαιοσύνης πόρισμα (υπ’ αριθμ. Ε.Π. 218/9-6-1982) πρότεινε να απαγορευθεί σε δικαστικούς λειτουργούς να είναι μέλη τεκτονικών στοών και να καθιερωθεί διά νόμου ως πειθαρχικό παράπτωμα η ιδιότητα του δικαστικού λειτουργού ως μέλους τεκτονικής στοάς, μετά δε το πόρισμα αυτό νομοθετήθηκε η αντίστοιχη απαγορευτική διάταξη του άρθρου 22 του Ν. 1578/1985 και στη συνέχεια του άρθρου 40 παρ. 7 του Ν. 1756/1988. Εξέδωσε γνωμοδοτήσεις και ως Αντεισαγγελεύς και ως Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου, από τις οποίες ενδεικτικώς αναφέρονται: α) η υπ’ αριθμ. 12/19868 για το κύρος των με ιδιωτικά έγγραφα εμπραγμάτων συμβάσεων για μεταβίβαση ακινήτων που βρίσκονται στην Ελλάδα, οι οποίες (συμβάσεις) καταρτίζονται από ομογενείς στις Η.Π.Α. και επικυρώνονται απλώς από τον εκεί δημόσιο συμβολαιογράφο (NotaryPublic), β) η υπ’ αριθμ. 1/19909«περί των δύο σταδίων κρατήσεως δικαστικού και διοικητικού- των προς έκδοση κρατουμένων», γ) η υπ’ αριθμ. 12/199210 «περί του ζητήματος αν και υπό ποιες προϋποθέσεις επιτρέπεται η χρήση όπλων από αστυνομικούς».Ως Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου με έγγραφά του προς τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου προκάλεσε επανειλημμένως την κατ’ άρθρ. 14 παρ. 2β του Ν. 1756/1988, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 3 του ν. 1868/1989, σύγκληση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου για διάφορα γενικότερα και αφορώντα τη λειτουργία της δικαιοσύνης νομικά ζητήματα και υπέβαλε έγγραφες προτάσεις επί του επιτρεπτού ή μη του πειθαρχικού ελέγχου δικαστικών λειτουργών για την επί της ουσίας της υπόθεσης δικαστική κρίση τους και επί των ορίων του επιτρεπτού της εκ μέρους των δικαστικών λειτουργών έκφρασης της γνώμης τους δημοσίως11.Επίσης, ως Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου, ενόψει επίμονων και επανειλημμένων σχετικών δημοσιευμάτων του τύπου, έδωσε παραγγελία για διενέργεια έρευνας σε διάφορα δικαστήρια της χώρας για υποθέσεις και αποφάσεις επί παραβάσεων του νόμου περί ναρκωτικών, η έρευνα δε αυτή διεξήχθη κυρίως από τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Φλούδα, ο οποίος, το έτος 1992, συνέταξε πολυσέλιδο πόρισμα.Κατά τους μήνες Σεπτέμβριο-Οκτώβριο 1993 διατέλεσε υπηρεσιακός Υπουργός της Δικαιοσύνης στην κυβέρνηση που διενήργησε τις βουλευτικές εκλογές της 10ης Οκτωβρίου 1993, επιλεγείς με συναίνεση των πολιτικών κομμάτων.
* βλ. “Η Εισαγγελία” του Παναγιώτη Γ.Δημόπουλου, Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου ε.τ. , β΄έκδοση σελ.210
[1] Ελ. Δικαιοσύνη, 1966, σελ. 100-176.
[2] Θέμις, ΞΕ’, σελ. 770 επόμ.
[3] ΝΟΒ 6, σελ. 412 επόμ.
[4] ΕΕΝ 29, σελ. 809 επόμ.
[5]ΕΕΔ 23, σελ. 257 επόμ.
[6]ΝΟΒ 19ο, σελ. 258 επόμ.
[7]Πρακτικά Ολομέλειας της Βουλής (συνεδριάσεις της 10ης και 11ης Δεκεμβρίου 2002).
[8]ΝΟΒ 1986, σελ. 1625 επόμ.
[9]Ποιν.Χρονικά, ΜΑ (1991), σελ. 1056 επόμ.
[10] Ποιν. Χρονικά, ΜΑ (1992), σελ. 1235 επόμ.
[11] ΝΟΒ 41ο, σελ. 1009-1044