Γεώργιος Χαρ. Σανιδάς
2006-2009
Γεννήθηκε στη Λιβαδειά Βοιωτίας, το Νοέμβριο του 1942.
Είναι το πρώτο παιδί από τέσσερα αδέλφια.
Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στο 3ο Δημοτικό Σχολείο.
Συνέχισε τη μόρφωσή του, στο μοναδικό, τότε, Γυμνάσιο της Λιβαδειάς.
Ολοκλήρωσε τις Γυμνασιακές του σπουδές το 1960.
Το ίδιο έτος (1960) εισήχθη στη Νομική Σχολή Αθηνών, και τον Ιούνιο του 1965 έλαβε το πτυχίο του.
Μετά τη στρατιωτική του θητεία στην Αεροπορία, για 28 μήνες, και την άσκησή του σε Δικηγορικό γραφείο της Λιβαδειάς, για λίγο χρόνο, και στη συνέχεια της Αθήνας, πήρε την άδεια του δικηγορικού λειτουργήματος.
Ύστερα από επιτυχείς εξετάσεις, εντάχθηκε στο Δικαστικό Σώμα. Τον Οκτώβριο του 1971 διορίσθηκε Εισαγγελικός πάρεδρος στη Χαλκίδα. Στη συνέχεια υπηρέτησε ως Αντεισαγγελέας Πρωτοδικών στην Πάτρα και στην Αθήνα, ως Εισαγγελέας Πρωτοδικών στην Άρτα και στην Αθήνα, ως Αντεισαγγελέας Εφετών στην Αθήνα, ως Εισαγγελέας Εφετών στον Πειραιά, αρχικά, και στη συνέχεια στην Αθήνα, το 2003 προήχθη ομοφώνως από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, σε Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, και το 2006 επελέγη από το Υπουργικό Συμβούλιο, στη θέση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.
Από την υπηρεσία αποχώρησε, λόγω ορίου ηλικίας, στις 30.6.2009.
Μελέτες και άρθρα του έχουν δημοσιευθεί, κατά τη διάρκεια της δικαστικής σταδιοδρομίας του, σε νομικά περιοδικά και κυρίως στα Ποινικά Χρονικά.
Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται:
- Η πρωτοποριακή, για την εποχή εκείνη, μελέτη του, εκ σαράντα σελίδων, που δημοσιεύθηκε στα Ποινικά Χρονικά του 1985, και αφορά στο ζήτημα της ποινικής ευθύνης των Υπουργών, ως προς τους οποίους, τα όργανα της τακτικής Δικαιοσύνης και κυρίως οι Εισαγγελείς, δεν είχαν και δεν έχουν δικαίωμα να κάνουν έρευνες.
Η θέση του ήταν ότι, με τη Συνταγματική πρόβλεψη για τους Υπουργούς, σε σχέση προς τη δίωξη και τιμωρία των υπ’ αυτών τελουμένων εγκλημάτων, κατά την εκτέλεση του καθήκοντός τους, και τη θεσπισμένη, πολύ σύντομη παραγραφή αυτών, παραβιάζονται οι αρχές του Κράτους Δικαίου, και της ισότητας των πολιτών.
- Το άρθρο του, για τη διάταξη του άρθρου 30 παρ. 1 του ΚΠοινΔ (ΠοινΧρ ΜΔ – 1994, σελ. 5-11).
Σε σχέση προς τη διάταξη αυτή, με την οποία παρεχόταν το δικαίωμα, στον Υπουργό Δικαιοσύνης «να παραγγέλλει την ποινική δίωξη πάσης αξιοποίνου πράξεως», η θέση του ήταν ότι, μετά την ισχύ του Συντάγματος του 1975 και του Ν. 1756/1988 «Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών», η διάταξη αυτή είχε καταστεί ανίσχυρη, λόγος για τον οποίο έκρινε στη συνέχεια, ότι η παραγγελία, του κατά το έτος 1994, Υπουργού Δικαιοσύνης, προς άσκηση ποινικής δίωξης από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, και μάλιστα για υπόθεση που ερευνούσε ήδη, με ενέργεια προκαταρκτικής εξετάσεως, η Εισαγγελία του Αρείου πάγου, και που είχε ως συνέπεια, την αφαίρεση της δικογραφίας από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, δεν ήταν σύννομη.
Η ορθότητα της θέσεώς του, επιβεβαιώθηκε από το γεγονός ότι, στη συνέχεια, με το Ν. 3160/2003 καταργήθηκε το πιο πάνω δικαίωμα του Υπουργού Δικαιοσύνης.
Επίσης, άρθρα του και σχόλια, σχετικά με τη Δικαιοσύνη και όχι μόνο, έχουν δημοσιευθεί στον Εισαγγελικό Λόγο, κυρίως κατά τα έτη 1986-1988 και 1994-1996, που διετέλεσε γενικός γραμματέας της Ενώσεως Εισαγγελέων.
Στη διάρκεια της σταδιοδρομίας του, ασχολήθηκε με πολλές, σοβαρές υποθέσεις. Σ’ αυτές περιλαμβάνονται, μεταξύ των άλλων, και οι έρευνες που έκανε ως Αντεισαγγελέας Εφετών, τα έτη 1990-1991, για τις καταχρήσεις και τη διασπάθιση δημοσίου χρήματος, που είχαν λάβει χώρα στις εντεταγμένες, στον Οργανισμό Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων «προβληματικές επιχειρήσεις», και οι έρευνες, τα έτη 1992-1993, για τις απάτες, τις σχετικές με τις επιδοτήσεις βαμβακιού από την ΕΟΚ.
Ως Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, έκανε έρευνες, τα έτη 2005 και 2006, μετά από παραγγελία του τότε Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Δ. Λινού, σχετικές με την κάθαρση στο χώρο της Δικαιοσύνης.
Κατά τη διάρκεια της θητείας του, ως Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, στην προσπάθεια εκπληρώσεως του καθήκοντος, δεν δίσταζε να παίρνει θέσεις σε ζέοντα ζητήματα, που απασχολούσαν όχι μόνο τη Δικαιοσύνη, αλλά και την κοινωνία, πηγαίνοντας κόντρα στο ρεύμα, λόγος για τον οποίο δέχθηκε επιθέσεις, από διάφορους παράγοντες, πολιτικούς και μη. Ενδεικτικά, μπορεί να αναφερθούν οι παρεμβάσεις του:
- Στο ζήτημα της βραδύτητας απονομής κυρίως της Ποινικής Δικαιοσύνης, για την αντιμετώπιση της οποίας είχε ζητήσει κατ’ επανάληψη, τη συνέχιση της λειτουργίας των Δικαστηρίων και μετά την 3η μεσημβρινή, προσπάθεια η οποία, δυστυχώς, δεν ευδοκίμησε.
- Στο ζήτημα της «ρουσφετολογικής» προσλήψεως στο Δημόσιο και ΝΠΔΔ, συμβασιούχων, οι οποίοι, στη συνέχεια, καθίσταντο «μόνιμοι» μέσω δικαστικών αποφάσεων, προκειμένου να σταματήσει η απαράδεκτη αυτή τακτική, και να γίνεται η πρόσληψη στο Δημόσιο και ΝΠΔΔ, μέσω διαγωνισμών, όπως επιτάσσει το Σύνταγμα, και να τηρούνται, έτσι, οι αρχές της ισότητος και της αξιοκρατίας.
(Άσκησε τον Οκτώβριο του 2006 αναίρεση κατ’ αποφάσεων των Πολιτικών Δικαστηρίων, με τις οποίες οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου χαρακτηρίζονταν ως συμβάσεις αορίστου χρόνου, η οποία έγινε δεκτή από την πλειοψηφία της πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, με απόφαση που εκδόθηκε το 2007).
- Στο ζήτημα της λειτουργίας των καμερών, προκειμένου να είναι δυνατή η αποκάλυψη εγκλημάτων και εγκληματιών, την οποία (λειτουργία) απαγόρευε η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων. Προς τούτο, εξέδωσε την υπ’ αριθμόν 14/2007, γνωμοδότησή του, η οποία προκάλεσε σφοδρή αντίδραση της ως άνω Αρχής (παραιτήθηκαν πέντε μέλη της), όλων των τότε κομμάτων της αντιπολίτευσης, αλλά και μερίδας του Τύπου, που έκανε λόγο για «χαφιεδοκάμερες»
Η θέση της ως άνω γνωμοδοτήσεως, περί της δυνατότητας αλλά και αναγκαιότητας λειτουργίας των καμερών, έγινε αποδεκτή, το έτος 2010, από την Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων (άλλαξε θέση), αλλά και από την τότε κυβέρνηση (ως αντιπολίτευση είχε αντίθετη θέση), με την ψήφιση σχετικού νόμου από τη Βουλή.
- Στο ζήτημα τελέσεως «γάμων» μεταξύ ομοφύλων προσώπων, την 3.6.2008, από το Δήμαρχο Τήλου, προκειμένου να διωχθεί ο Δήμαρχος για παράβαση καθήκοντος και να ακυρωθούν οι τελεσθέντες «γάμοι» ως ανυπόστατοι (παραγγελίες 2223/30.5.2008 και 2268/εγκ.5/3.6.2008).
Ασκήθηκε αγωγή από τον εισαγγελέα Πρωτοδικών Ρόδου και οι τελεσθέντες «γάμοι» κηρύχθηκαν ανυπόστατοι, με αμετάκλητη απόφαση του Εφετείου Ρόδου, αφού επικυρώθηκε με την υπ’ αριθμόν 1428/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου.
Ως Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, εξέδωσε αρκετές γνωμοδοτήσεις και εγκυκλίους. Ενδεικτικά, και πέραν της αναφερθείσης, ήδη, υπ’ αριθμόν 14/2007, γνωμοδοτήσεων, θα αναφερθούν:
1) Η υπ’ αριθμόν 9/2009 γνωμοδότηση, σύμφωνα με την οποία, το απόρρητο των επικοινωνιών δεν καλύπτει: α) την επικοινωνία μέσω του διαδικτύου (internet) επειδή είναι επικοινωνία σε δημοσιότητα και β) τα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας
2) Η υπ’ αριθμόν 12/4.9.2007 εγκύκλιος, που αφορά στη σχέση της δικαστικής λειτουργίας, και ειδικότερα των Εισαγγελικών Αρχών προς τις διάφορες Ανεξάρτητες Αρχές και ειδικότερα προς την τότε «Εθνική Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες»
3) Η υπ’ αριθμόν 1/5.2.2007 εγκύκλιος, με την οποία προσδιορίζεται η έκταση δικαιοδοσίας των Εισαγγελέων και Προανακριτικών Υπαλλήλων, επί προκαταρκτικής εξετάσεως, μετά την ισχύ του Ν. 3346/2005, και η δυνατότητα ενέργειας, απ’ αυτούς, όλων των προανακριτικών πράξεων, εκτός εκείνων που δεν συμβιβάζονται με τη φύση της προκαταρκτικής εξετάσεως πχ απολογία κατηγορουμένου.
Μετά την αποχώρησή του από την υπηρεσία, συνέγραψε βιβλίο με τίτλο «Αγωνία και Αγώνας για τη Δικαιοσύνη» που εκδόθηκε τον Ιούνιο του 2011, από τον εκδοτικό οίκο του Αντωνίου Σάκκουλα, σε πρώτη και αργότερα σε δεύτερη έκδοση.
Ως Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου έχει τιμηθεί από τον πρώην Πρόεδρο της Δημοκρατίας κ Κάρολο Παπούλια, με την απονομή του «Ανώτερου Τάγματος του Ταξιάρχη της Τιμής» και από τον Παναγιώτατο Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο, με το οφφίκιο του «Άρχοντος Νομοφύλακος της Μητρός της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας».
Είναι έγγαμος, και πατέρας μιας θυγατέρας, που είναι ψυχίατρος.